A little Christmas spirit...

Αγαπώ τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια όσο το Νίκο Μιχαλολιάκο και την παρέα του, τις καρφίτσες κάτω από τα νύχια και ένα καλό μπουκάλι καθαρτικό. Αν παρ' όλ' αυτά πρέπει να υποστεί κανείς αυτό το μαρτύριο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο καλές προτάσεις:

Η  πρώτη κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από κάποιον που συμμερίζεται την αγάπη μου για τις άγ(ρ)ιες ημέρες των γιορτών. Ο σπουδαίος Mark Lanegan στο ταιριαστά τιτλοφορημένο "Dark Mark Does Christmas 2012" διασκευάζει κάλαντα και τραγούδια χωρίς μάταιες ελπίδες και ψεύτικες χαρές, με στίχους που μιλάνε για την δυσπιστία του Ιωσήφ απέναντι στην εγκυμοσύνη της Μαρίας και το θρήνο της μάνας ενός από τα θύματα του Ηρώδη. 


Με λιτές ή  ανύπαρκτες ενορχηστρώσεις,  ένα σκοτεινό lo-fi / dark folk κλίμα που θυμίζει τον παλιό καλό Prince Billy και μια φωνή που γερνάει σωστά, το μόνο ψεγάδι του EP (το οποίο για την ώρα διατίθεται μόνο στις συναυλίες του Lanegan) είναι η μικρή του διάρκεια. Το κλείνει όμως με τον καλύτερο τρόπο, μια άψογη διασκευή του "Burn The Flames" του Rocky Erickson:
"A little Christmas spirit
Ghostly haunting deadly spirit"


Η  δεύτερη εναλλακτική είναι μια συλλογή της Rykodisc από το 1992 με χριστουγεννιάτικα τραγούδια από την Καραϊβική. Τραγούδια σε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και κρεολικά, ρυθμοί reggae, soca, calypso και salsa - η ποικιλία είναι μεγάλη, η ποιότητα υψηλή και οι στίχοι συχνά απολαυστικοί:

Στο "A Party for Santa Claus" ο Lord Nelson απ' το Trinidad λυπάται τον χοντρό τύπο με τα κόκκινα που ταξιδεύει με έλκηθρο και στριμώχνεται στις καμινάδες και προτείνει να του δώσουμε αυτοκίνητο ή ελικόπτερο, να του ανοίγουμε την πόρτα, να του δώσουμε σπίτι στα ζεστά, ρούχα της προκοπής και ένα πάρτυ με γυναίκες και ποτά.

Το "Santa Claus (Do You Ever Come To The Ghetto)" από τη Jamaica είναι ευχερώς αντιληπτό, το ίδιο και το "Deck the halls with loads of Kali / Lick the pipe and let's be irie", επίσης από το μεγάλο νησί. Μουσικά ξεχωρίζω τους σπουδαίους El Gran Combo από το  Puerto Rico, ενώ η αδυναμία μου στιχουργικά είναι το "Noel Pou Yo" (Χριστούγεννα γι' αυτούς) από την Αϊτή: Με δυσδιάκριτα όρια μεταξύ μοιρολατρίας και ειρωνίας, το τραγούδι λέει ότι δεν φταίει ο θεός, είναι η μοίρα αν ζητιανεύουμε, και αν οι πλούσιοι δεν έχουν πολλά οι φτωχοί δεν θα έχουν τίποτε. "Merite pa mande" - "Deserving is not begging"...
    

Ονειρεύομαι ένα καλύτερο παρελθόν...


Φίλες και φίλοι,

Η συντακτική ομάδα (η ποια;) του focanegra αποφάσισε φέτος αντί για best of και λίστες να στολίσει καραβάκι. Μπερδευτήκατε; Κι εμείς. Για την ακρίβεια, δεν την παλεύουμε:

Κυκλοφόρησαν, ας πούμε, πέντε ή δέκα χιλιάδες δίσκοι του ευρύτερου ενδιαφέροντός μας μέσα στο 2012 (είναι πολύ περισσότεροι, χωρίς πλάκα). Κατεβάσαμε ή αγοράσαμε (ωχ...) δύο ή τρεις χιλιάδες από αυτούς και ακούσαμε μια φορά πόσους; Πεντακόσιους; Χίλιους; Με τίποτε. Και το απαραίτητο δεύτερο ή εικοστό άκουσμα για να προσέξεις κάτι ή να αλλάξεις γνώμη; Έτσι, στην πραγματικότητα, δεν ακούσαμε πάνω από 100 ή 200 φετινούς δίσκους ο καθένας και το να πούμε ποιοι είναι οι καλύτεροι από αυτούς μάλλον δεν λέει και πολλά για την «παραγωγή» του 2012. Άσε που κάποια πράγματα σίγουρα θα τα ακούσουν (σχεδόν) όλοι έτσι κι αλλιώς και θα σχηματίσουν γνώμη.

Κρατώντας καλά τα παραπάνω, αυτό που (προσπαθούμε να) κάνουμε όλη τη χρονιά (μαζί με τις καταδύσεις στο παρελθόν) είναι, κυρίως, να ξεχωρίζουμε συγκροτήματα που μας αγγίζουν. Αν μάλιστα δεν είναι ευρύτερα γνωστά, τόσο το καλύτερο, μαζεύουμε και καλό κάρμα.


Λοιπόν, αφού επιμένετε, ο ipchrist ξεχώρισε δέκα «από δω» δίσκους που θα του θυμίζουν για πάντα το 2012 (τυχαία σειρά):
The UFO Club – The UFO Club
Woods – Bend Beyond
Tindersticks – The Something Rain
Baby Guru – Pieces
Allah-Las – Allah-Las
Fresh & Onlys – Long Slow Dance
Drug Free Youth – The Avocado Index
Obnox – Rojo
Group Rhoda – Out Of Time
Cult of Youth – Love Will Prevail


Very honorable mentions (που λέμε και στο χωριό μου):
Mac DeMarco – όλα τα φετινά
ZZ Top – La Futura
Craig Finn – Clear Heart Full Eyes
Giant Giant Sand – Tucson
Grizzly Bear – Shields
Walkmen – Heaven
Angel Olsen – Half Way Home
Jim Noir – Jimmy’s Show
Tame Impala – Lonerism
Nick Waterhouse – Time’s All Gone
The Men – Open Your Heart (κι από κοντά 5-6 δίσκοι της Sacred Bones ακόμη)
Savage Republic – Varvakios
Alabama Shakes – Boys And Girls
Bryan Ferry – The Jazz Age
Patti Smith – Banga


Χωρίς να ομιλώ εξ ονόματός των, νομίζω ότι ο Enzian θα έβαζε μπροστά την Patti Smith και ψηλά τους Grizzly Bear, ενώ ο Freak τον Bryan Ferry και τον Waterhouse; Κάτι τέτοιο.


«Από κει» ξεχωρίζει σίγουρα το αριστουργηματικό Solidarity των Souljazz Orchestra και η υπέροχη συλλογή On A Steady Diet of Hash, Bread and Salt αυτού εδώ του σπουδαίου ελληνικού blog. Οι Antibalas μπορούν καλύτερα, οι Jaribu Afrobeat Orchestra είχαν εξαιρετικές στιγμές, όπως και ο Getatchew Mekuria με τους Ex (όχι, δεν είναι «γλυκόπιοτη τζαζ» Μίκη-Μάκη).


Διευκρινίσεις που κανένας δεν ζήτησε: Το Fade των Yo La Tengo είναι στο top-5 του 2013 κι αν το ξεχάσουμε να μας το θυμίσετε.

Ποιος γελοίος δεν ψήφισε τους Swans; Είναι η Josh T. Pearson στιγμή του 2012, και μάλιστα επί 100 γιατί οι Swans είναι, διαχρονικά, γκρουπάρα και το The Seer είναι, φυσικά, αριστούργημα. Μπράβο και respect σε όποιον ξυπνάει κάθε πρωί και το ακούει. Θα γίνει σίγουρα καλύτερος άνθρωπος. Εγώ πάλι δεν το έχω αυτό, δεν μπορώ πια να πηγαίνω κάθε μέρα στους σαμάνους και να δαιμονίζομαι, όση κάθαρση κι αν με περιμένει στο τέλος.


Γιατί κοπέλα μου; Ας ξεχάσουμε για πάντα το Sun της Cat Power. Το υπέροχο Ruin δεν το σώζει. Δεν συνέβη. Σσσς…

Η στιγμή “Προφήτης (Βασίλης) Δανιήλ” για το ταπεινό μπλογκ μας: Είμαστε εκατό χρόνια μπροστά, πώς να το κάνομε; Τον Ιούλιο ο Enzian έθαβε πειστικά και δίκαια το νερο-Bloom των Beach House και τον Δεκέμβριο η κοκομπλόκο-βίζιον το έβγαλε πρώτο! (στο 9 η Lana Del Ray (ποια;) και στο 27 η Cat Power). Εύγε παιδιά, και του χρόνου.

Yo La Tengo - Fade


Κάποιες στιγμές που αισθάνομαι άσχημα σκέφτομαι πως αυτοί οι τρεις τύποι (το ζεύγος και ο "χοντρός") βρίσκονται κάπου στο New Jersey και γράφουν καινούρια τραγούδια, 30 χρόνια σχεδόν μετά από την πρώτη τους συνεύρεση ως μουσικό συγκρότημα. Και αμέσως αισθάνομαι καλύτερα.

Ευτυχώς που υπάρχουν. Και ευτυχώς που γράφουν καινούρια τραγούδια, όπως φαίνεται και από τον καινούριο τους δίσκο, το Fade.

Δύσκολο να μιλήσω για τους Yo La Tengo χωρίς συναίσθημα αλλά και τι αξία θα είχε αυτό όταν η ίδια η μουσική τους είναι συμπυκνωμένο συναίσθημα; Ακριβώς για αυτό τους θεωρώ το αρχετυπικό και πλέον σημαντικό indie rock συγκρότημα: οι μελωδίες τους και οι στίχοι τους έχουν τη δύναμη να κάμπτουν τις αντιστάσεις της μηχανικής ακρόασης, να τρυπώνουν μέσα σου από περίεργες διαδρομές, να ξυπνούν συναισθήματα ξεχασμένα.

Αν κάτι τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μεγάλους της γενιάς τους (Pavement, Sonic Youth, Pixies κλπ) είναι νομίζω ο τρόπος που ενσωμάτωσαν την αμερικανική παράδοση στη μουσική τους. Φυσικά κυριαρχουν οι αναφορές στους Velvet Underground του ομώνυμου δίσκου και του Loaded, ο προσεκτικός όμως ακροατής ακούει στους Tengo και Beach Boys, ακούει garage και ψυχεδέλεια, jazz και country. Οι Yo La Tengo είναι οικουμενικοί.

Και φυσικά είναι η διάρκεια: 26 χρόνια και ούτε ένας μέτριος δίσκος μετράει για επίτευγμα ίσως και μοναδικό στην ιστορία του rock'n'roll.



Ίσως οι εποχές των πολύ μεγάλων συνθέσεων να έχουν παρέλθει (μην είσαι και τόσο σίγουρος: το Stupid Things και το Cornelia and Jane θα χώραγαν σε ένα υποθετικό πενταπλό CD best of), το Fade  όμως κερδίζει το στοίχημα χάρη στην ομοιογένειά του. Και πράγματι οι Tengo υπήρξαν πάντοτε η μπάντα των τραγουδιών και όχι των LPs. Κανένας δίσκος τους δεν ξεχωρίζει - με την εξαίρεση του And Then Nothing Turned Itself Inside-Out, που αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση στη δισκογραφία τους. Αντίθετα είναι αδύνατο να βρεις 10 τραγούδια τους να φτιάξεις ένα mix-tape. Θα αδικούσες 100 άλλα...

Ο δίσκος λοιπόν που κρατάς στα χέρια σου (sic) φίλε αναγνώστη ξεκινάει με τη γνωστή ποικιλία που χαρακτηρίζει τους τελευταίους τους δίσκους, περιέχει όμως μια σειρά τραγουδιών (Stupid Things, I'll Be Around, Cornelia and Jane, Two Trains, The Point of it) που θεωρώ ότι ακούγονται υποχρεωτικά μαζί. Η ατμόσφαιρα είναι η τρυφερή μελαγχολία που μας έχουν συνηθίσει στις λιγότερο άγριες στιγμές τους, οι τόνοι είναι χαμηλοί, οι αποχρώσεις απαλές. Ο τίτλος του δίσκου δεν τυχαίος: Fade. Η μουσική σβήνει μέσα στη σιωπή.

Και επειδή τα υπόλοιπα είναι συναίσθημα και δεν πολυκουβεντιάζονται, όσοι πιστοί προσέλθετε: βάλτε ένα ωραίο ποτάκι και ακούστε αυτή τη σειρά τραγουδιών επαναληπτικά. Ευτυχώς οι Yo LaTengo είναι και πάλι εδώ.

Ματριξ


Ξεκίνησα να γράφω σε αυτό το μπλογκ με σκοπό -αν φτάσω ποτέ τα εξήντα μου- να έχω κάτι να διαβάζω από τις τωρινές μου σκέψεις. Η ειρωνία είναι ότι οι μουσικές που ακούω αυτόν τον καιρό, θα μπορούσε να τις ακούει –άνετα- ένας εξηντάρης. Θα με καταλάβαινες καλύτερα, αν διάβαζες αυτό το ποστ καθισμένος, σε μια θέση ενός τρένου κοιτάζοντας προς την αντίθετη φορά της διαδρομής. Προχωράς μπροστά κοιτώντας πίσω; Το λες και έτσι.

Ματριξ #1

Bryan Ferry - The Jazz Age (2012)

Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτεται και ο Bryan Ferry (!). Γιορτάζοντας τα 40 χρόνια καριέρας ως τραγουδιστής και στιχουργός, διασκευάζει τα ίδια του τραγούδια σε ένα στυλ που νομίζεις ότι είσαι στο 1920 μ’ έναν ήχο που θα έκανε ακόμα και το iPod σου να μοιάζει με γραμμόφωνο. Αν ακούγες το "Slave to love” και σκεφτόσουν τον Mickey Rourke να ψάχνει τα μπούτια της Kim Basinger την πάτησες. Σε αυτή την εκτέλεση το πολύ πολύ να της σερβίρει κανα πτι-φουρ βουτηγμένο σε κανα λικέρ με γεύση φουντούκι. Η παγίδα αυτής της υπέροχης επετειακής κυκλοφορίας, είναι η συλλεκτική έκδοση (500 αντίτυπα) με τα 6Χ10’’ δισκάκια, όλα υπογεγραμμένα από τον Bryan Ferry στην τσουχτερή τιμή των £150!!



Ματριξ #2

Nick Waterhouse - Times All Gone (2012)

Από την δεκαετία του ’20 πάμε στην δεκαετία του ’50 άντε το πολύ ’60 και στην περίπτωση Nick Waterhouse! Με σκελετό γυαλιών α λα Buddy Holly πλασάρει στη νέα γενιά -με στυλ παλιού- την γοητεία του τότε καλού rhythm n’ blues. Με το που «έπιασα» το άλμπουμ να το ακούσω πίστεψα πως ήταν μια προσπάθεια των δισκογραφικών εταιρειών για να βρούν μια αρσενική Amy Winehouse. Η αλήθεια είναι ότι κάπου στην μέση, το πέτυχαν. Επί της ουσίας το ντεπουταρισμα του στο “Time is all gone” είναι πολυ δυνατό. Μόνο το βαρύτονο που μοστράρει στην πρώτη γεύση που παίρνεις στο “Say I wanna know” παρέα με τα γυναικεία φωνητικά που ακούγονται από το βάθος, πιάνεις τον εαυτό σου να κουνάει ρυθμικά το πόδι (μη σου πω και κλικ με τα δάχτυλα των χεριών). 



Το 7’’ σινγκλάκι “Some Place/That Place” που υπήρχε και στο πρώτο ΕΡ "Is That Clear" του 2011, αυτή την στιγμή πουλιέται 200 ευρώ στα eBay/discogs!!


Ματριξ #3

Allah Las (2012)

Και για να τα πάμε με την σειρά τώρα θα πάμε ‘60ς στο ντεμπούτο άλμπουμ των Allah Las. Δεν θα το αναπτύξω πολύ γιατί είναι ανακάλυψη του IP CHRIST, απλά θα πω ότι κομμάτια σαν το “Long Journey” είναι γραμμένα για να ακούγονται σε καμπριολέ σκαραβαίο.



Υ.Γ Μπορεί να έχουν ήδη βγεί 3 σεζόν και εγώ να την πήρα χαμπάρι την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά, αν είστε σαν και εμένα λάτρεις τις Νέας Ορλεάνης καλό θα ήταν να δείτε οπωσδήποτε την σειρά Treme..


Δώστους Κόλαση



Καταλαβαίνω πως κάτι τέτοια post θα μου κοστίσουν αργά ή γρήγορα τη θέση μου στο Focanegra - και ένα τσάμπα κούρεμα το δίμηνο - αλλά μου είναι αδύνατο να αντισταθώ σε δύο δυνατότητες που τις θεωρώ χρέος μου: α) να μοιραστώ την αγαπημένη μου μουσική με πιθανούς ομοϊδεάτες β) να αποκαταστήσω τη θέση κάποιων συγκροτημάτων - ή και μουσικών ειδών - στον Κανόνα της σύγχρονης μουσικής.

Σε αυτόν τον κανόνα, όπως έχω ήδη περιγράψει σε προηγούμενη ανάρτηση , δεν υπάρχει χώρος για οτιδήποτε κουβαλάει πάνω του τη "ρετσινιά" του heavy metal. Τι να κάνουμε, το metal δεν είναι cool, τα παιδιά με τα καρώ πουκάμισα νίκησαν, η ιστορία απεφάνθη. Είναι θέμα στυλ, με τη μουσική θα ασχολούμαστε; Φανταστείτε λοιπόν πόσο υποτιμημένοι και περιθωριακοί είναι οι Βρεταννοί Witchfynde, που δεν ανήκουν καν στον Κανόνα του Heavy Metal.

Δημιουργημένοι στα μέσα της δεκαετίας του '70 οι Witchfynde μπορεί να ανήκουν χωρο-χρονικά στο λεγόμενο New Wave of British Heavy Metal αλλά στην πραγματικότητα δεν ανήκουν πουθενά. Πρόκειται για μο-να-δι-κή και ανεπανάληπτη περίπτωση στην ιστορία της ροκ μουσικής. Οι κιθάρες και τα ριφς του Montalo είναι σίγουρα heavy και παραπέμπουν στους Black Sabbath, όμως η μουσική είναι απρόσμενα δύσκολη και περιπετειώδης με σαφείς αναφορές τόσο στο progressive rock των 70'ς και τη ψυχεδέλεια όσο και στις γοτθικές ροκ μπάντες του μεγάλου νησιού, τύπου Black Widow, Zior κλπ. Αλλά και οι αυτές οι αναφορές πολύ λίγα μπορούν να μας πουν για κομμάτια όπως το κάτωθι, που πολύ απλά δεν περιγράφονται: 



Leaving Nadir, ένας ανυπέρβλητος ύμνος. Σημείο αναφοράς είναι βεβαίως τα φωνητικά του Steve Bridges,με τη βαθιά, μελωδική φωνή, τις υστερικές κραυγές, τον παρανοϊκό γέλωτα. Ο άνθρωπος είναι ο Alain Vega  του metal.΄Όπως και η σκοτεινή, σατανιστική θεματολογία: ο ανθρωπόμορφος τράγος με την πεντάλφα στο εξώφυλλο του Give 'em Hell δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Πολύ φυσιολογικά οι Witchfynde αναφέρονται ως σημαντική επιρροή από πολλές black/doom/thrash metal μπάντες που δυστυχώς οι περισσότερες δεν είναι άξιες ούτε τα υποδήματα των Witchfynde να λύσουν.

Όπως αναφέρονται ως επιρροή και από τους Bauhaus. To υπνωτικό θέμα του Bela Lugosi's Dead είναι νότα προς νότα ίδιο με το αρχικό ρεφρέν του Unto the Ages of the Ages. Λογικό μου ακούγεται: ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιεί το κάθε συγκρότημα, η γοτθική ατμόσφαιρα είναι κοινή αφετηρία και κοινός στόχος. Αυτό το Unto the Ages of the Ages είναι ένα από τα κομμάτια που όσες φορές και να ακούσω πάντα κάτι νέο ανακαλύπτω και πάντα κάτι μου διαφεύγει. Οι Sabbath συναντούν τους Rush που συναντούν τους Siouxsie and the Banshees που συναντούν τους Can. Μουσική για λίγους - ίσως και για κανένα.



Ούτε συζήτηση πως οι Witchfynde πήγαν άπατοι εμπορικά. Οι μόνοι που πλούτισαν είναι οι εξυπνάκηδες που κατέχουν τώρα τα εξαντλημένα επτάιντσα και δίσκους τους.

[το ποστ είναι αφιερωμένο σε 3 ανθρώπους: στον ipchrist φυσικά - ξέρω ότι τουλάχιστον ένας άνθρωπος θα εκτιμήσει τον κόπο μου - στο Νίκο που πρέπει να είναι εκείνος που μου έγραψε την κασέτα με το Give 'em Hell μερικούς αιώνες πριν, και στο Δημήτρη Στεργίου που μας ξεστράβωνε γράφοντας στο Metal Hammer 25 χρόνια πριν.]

Patti smith - Banga



Αν μου έλεγε κάποιος πριν μια βδομάδα πως η πολυαναμενόμενη - και οπωσδήποτε  καθυστερημένη - επόμενη δημοσίευσή μου στο Φώκιανεγρα θα αφορούσε στην Patti Smith μάλλον θα έβαζα τα γέλια. Ούτε κάνας τεράστιος fan είμαι, ούτε τρελός γνώστης της μουσικής της (το Horses το έχω λιώσει βέβαια). Συν τοις άλλοις είμαι κατηγορηματικά καχύποπτος με καλλιτέχνες που ξεκίνησαν στα 70's και συνεχίζουν να περιφέρουν τα γέρικα κορμιά τους στις μέρες μας για καθαρά βιοποριστικούς λόγους οι περισσότεροι. Έτσι, όταν άκουσα ένα μεσημέρι στο ραδιόφωνο το ακόλουθο κομμάτι





σκέφτηκα: "Σούπερ το τραγούδι. Και ποιος άλλος θα έγραφε κομμάτι με τίτλο Τarkovsky; Πρέπει να ψάξω καλύτερα τα παλιά της άλμπουμ." Και μετά ακούω τη φωνή του Μάκη Μηλάτου να μιλάει για το καινούριο φετινό δίσκο της Patti Smith...

Για να μην σας κουράζω, το ολοκαίνουργιο Banga της Patti Smith είναι ανέλπιστα καλό, είναι τόσο καλό που να το αγοράσετε, να το κατεβάσετε, να το ακούσετε! Θα τολμούσα την σύγκριση και θα έλεγα ότι είναι για τη Smith ότι ήταν για την P.J. Harvey το περσινό της Let England Shake - ένα comeback πέρα των προσδοκιών.

Μου αρέσει πολύ η αρχιτεκτονική του Banga, η οποία στους πιο ανυπόμονους ακροατές μπορεί να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Ξεκινά με mainstream-rock τραγούδια, πολύ ποιοτικά αναμφίβολα όπως το Amerigo και το (γραμμένο για την Amy) This is the Girl, και κομμάτι με το κομμάτι η στόχευση αλλάζει, γίνεται βαθύτερη, και η μουσική πιο σκοτεινή, πιο δύσκολη, οι στίχοι πιο ποιητικοί, η αφήγηση παίρνει το πάνω χέρι από το τραγούδι: ήδη από το Mosaic ο δίσκος έχει απογειωθεί και η όλη φάση κορυφώνεται στο 10λεπτο έπος Constantine's Dream: νομίζω πως και το εξαιρετικό κείμενο και ο μοναδικός συνδυασμός αφήγησης και μουσικής που επιχειρείται μας προσφέρει την πεμπτουσία της τέχνης της Patti Smith. Κύκνειο άσμα; Που να ξέρεις με μερικούς ανθρώπους;





All is art - all is future - η φωνή της Patti Smith. Πιο βαθιά, πιο μεστή από ποτέ. Wake up - wake up.

Such a sweet sweet hope...


Συγκινήθηκα, όπως όλοι μας νομίζω, με τις δηλώσεις του «σεβαστού» μας μητροπολίτη Αμβροσίου για την «γλυκειά ελπίδα» που μπορούν να αντιπροσωπεύσουν για εμάς τους απελπισμένους πολίτες τα χρυσά ωά. Η αλήθεια είναι ότι, για ορισμένους τουλάχιστον, η απόσταση από τη χρυσοπηγή και την εθνοσωτήριο ως τη χρυσαυγή είναι μικρή, αμελητέα σχεδόν. Εξάλλου, οι καθολικοί ομόλογοί τους δεν είχαν χειρότερη σχέση με τα πρότυπα των αυγών...

Τέλος πάντων, εδώ μιλάμε για μουσική, οπότε θα εκθέσω τον προβληματισμό μου: Πώς θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις και τα τάλαντά τους ο Καιάδας και ο Γαϊτάνος για το κοινό κακό; Πού τέμνονται οι ύμνοι του Πάσχα με το black metal; Η απάντηση μου ήρθε όταν θυμήθηκα αυτό εδώ το post ενός εξαιρετικού ελληνικού blog, του soundeyet (όχι, το focanegra δεν είναι ακόμη έτοιμο να κυβερνήσει τον κόσμο).

Οι Sabbath Assembly ξεκίνησαν το 2010 ως ένα project του ντράμερ David Nuss (μεταξύ άλλων, πρώην No-Neck Blues Band, αλλά και πρώην Angor Wat με δίσκο ονόματι Corpus Christi, τίποτε δεν είναι τυχαίο) και της θεάς Jex Thoth

Αυτοί ανακάλυψαν τους ύμνους της «εκκλησίας» Process Church of the Final Judgment, η οποία, τυπικά μανιχαϊστική, υμνούσε τον Ιησού μαζί με τον Σατανά (στο σημείο αυτό αγκαλιάζονται Γαϊτάνος και Καιάδας, δεν θέλω να ξέρω τα περαιτέρω) και τους μελοποίησαν το 2010 στο αριστουργηματικό Restored To Oneμε έναν πραγματικά εμπνευσμένο τρόπο: 

Ψυχεδέλεια, heavy / blues / doom περάσματα, κιθάρες που θυμίζουν από Jefferson Airplane μέχρι Babe Ruth και Wishbone Ash, και μαζί μια εκπληκτική ερμηνεία στα φωνητικά, ιδανική για προσηλυτισμό.


Το 2012 ο κ. Nuss θεώρησε καλό να βγάλει και δεύτερο δίσκο στους Sabbath Assembly, το Ye Are God, με άλλη τραγουδίστρια στα φωνητικά και φτηνά επικοινωνιακά τεχνάσματα, όπως απαγγελίες της Genesis P-Orridge (χμμμ). Δεν θα ενδώσω (μάλλον).
ipchrist

Τόπο στα νιάτα


Λυπούμεθα (not!). Το κατάστημα δεν προσφέρει κριτικές συναυλιών (ακόμη). Αλλά θα κάνουμε μια πρώτη εξαίρεση για τη συναυλία των Cult Of Youth στο BIOS την περασμένη Πέμπτη.

Ας αρχίσουμε με το ρεπορτάζ μόδας. Ο μπασίστας φορούσε t-shirt αυτών εδώ:
  
Και ο κιθαρίστας αυτών εδώ:

Το alter ego του συγκροτήματος, ο Sean Ragon φορούσε ένα Fred Perry πόλο, με κούρεμα που θα ενέκρινε το κατηχητικό, αλλά μάλλον δεν θα σταύρωνε γκόμενα. Ήταν, όμως, αλλού και από αλλού. Να το θέσουμε αλλιώς: Υπάρχουν αυτοί που λένε τραγούδια και αυτοί που είναι τα τραγούδια τους. Τραγούδια επείγοντα, εκτάκτου ανάγκης, που δεν μπορούν παρά να ειπωθούν.

Παρά τον μέτριο ήχο και το μικρό κοινό, οι Cult Of Youth έπιασαν στο live τα πολύ ψηλά standards του Love Will Prevail, ενός από τους δίσκους της χρονιάς. Για τους λίγους που ήταν παρόντες και πήραν κάτι, για τους πολλούς που δεν τα κατάφεραν, εδώ έχουμε την δισκογραφία του συγκροτήματος (πλην των δύο τελευταίων LP τους στην Sacred Bones που βρίσκονται εύκολα και πωλούνται ακόμη). Μια πορεία που ξεκίνησε με μάλλον τυπικές neo-folk αναζητήσεις (και δεν απέφυγε τις ανοησίες με τα τσεκούρια και τα τοιαύτα) και έφτασε σε έναν προσωπικό και πρωτότυπο ήχο, κάπου στο σταυροδρόμι των post-punk τρόπων και των neo-folk καταβολών, με επικά, θορυβώδη, λυρικά και μελωδικά μέρη σε σωστές αναλογίες.

Meanwhile, back in 2012…


«Αγαπητό focanegra,
Το μαγαζί σας μυρίζει μούχλα. Οι δυο δεινόσαυροι που μαζέψατε θυμούνται μόνο ιστορίες με πεθαμένους και δίσκους που βγήκαν πριν γεννηθώ, λες και δεν συμβαίνει τίποτε τώρα. Ξυπνήστε!»

Αγαπητή αναγνώστρια,
Ψυχραιμία. Για να μη χαλάμε χατίρια όμως, ας δούμε στα γρήγορα μερικές καλές φετινές κυκλοφορίες:

1.     Woods – Bend Beyond
Δεν είναι έκπληξη, είναι επιβεβαίωση. Οι Woods άφησαν (για λίγο;) τα kraut trips και έκαναν τελικά τον υπέροχο “pop” δίσκο που πάντα είχαν μέσα τους. Σε ευθεία γραμμή επικοινωνίας με τους Byrds, τους Grateful Dead και την ψυχεδέλεια της Δυτικής Ακτής, μεγαλουργούν, γλυκά και όχι ανάλατα. Όποιος αγαπά ή έστω ανέχεται το αγγελικό falsetto του τραγουδιστή (που μερικές φορές μου θυμίζει Mercury Rev με λίγο μπούκωμα), ας μην προσπεράσει, είναι δίσκος που θα ακούμε και του χρόνου...

2. LumeriansTransmissions From Telos: Vol. IV
Αντίθετα με τους Woods, οι Lumerians στην τελευταία τους κυκλοφορία ξεφεύγουν ακόμη περισσότερο και προσφέρουν τέσσερα μακρινά ορχηστρικά ταξίδια όπου αποδομούν τις, ας πούμε, garage καταβολές τους σε μια πολύ όμορφη κυκλοφορία της σχετικά καινούριας εταιρείας Hands In The Dark…

3.     Lee Noble / Ensemble Economique – Motion Forever
η οποία μας πρόσφερε φέτος και το πολύ καλό split του Lee Noble με τους Ensemble Economique. Συνήθως όταν ακούω για ambient drone και παρόμοια χωράφια προσπαθώ να μένω στην άσφαλτο, εδώ όμως η παράκαμψη αξίζει πέρα για πέρα τον κόπο. Μουσική για το τέλος της ημέρας και/ή το τέλος του κόσμου...

4.     Chelsea Wolfe – Unknown Rooms
Είχαμε παρουσιάσει την λύκαινα από την Καλιφόρνια πέρσι σ’ αυτό το blog. Συνεχίζει δυνατή και σκοτεινή, κι από τις διασκευές σε Burzum και Rudimentary Peni (respect!) περνά σε ένα ακουστικό σετ – προάγγελο, ίσως, των επόμενων βημάτων της; Γίνεται γνωστή, αλλά ακόμη αντέχει...

5.     Group Rhoda – Out Of Time, Out Of Touch
Το όνομα ξεγελά, είναι μόνο ακόμη μια Καλιφορνέζα στο ντεμπούτο της. Με την ως συνήθως απατηλή ετικέτα “synth pop” δημιουργεί παράδοξα τοπία και διατρέχει μεγάλες αποστάσεις σε παρελθόντες χώρους και χρόνους, στους οποίους περιλαμβάνονται όλων των ειδών τα «κύματα» - dark wave, cold wave κι όποια άλλη ετικέτα θέλετε. Μόλις κυκλοφόρησε και σε βινύλιο από την επίσης καινούρια Night School Records.

6.     The UFO Club – The UFO Club
Η εμπλοκή του Christian Bland των Black Angels είναι εγγύηση. Εδώ είναι απόλυτα απενοχοποιημένος και μαζί με τον Lee Blackwell των Night Beats αποτίει έναν απολαυστικό φόρο τιμής στις επιρροές και τις αγάπες του, χωρίς την περίφημη «αγωνία της επίδρασης». Ο μεγάλος Bo Diddley, οι πρώιμοι Pink Floyd, η surf, τα 50’s, τα 60’s όλα είναι εδώ, όπως πρέπει.

Bonus, the Greek way: Baby Guru / Drug Free Youth
Στη λίστα αυτή ανήκουν δικαιωματικά δύο δίσκοι των οποίων η ελληνική προέλευση μέχρι και μειονέκτημα μπορεί να αποδειχθεί. Τα Pieces” και “Avocado Index”, δεύτεροι δίσκοι των Baby Guru και του Drug Free Youth αντίστοιχα, αξίζει να αγοραστούν και να ακουστούν κατ’ επανάληψη, όχι «για να βοηθήσουμε τα δικά μας παιδιά», αλλά γιατί είναι απολαυστικοί, αφομοιώνουν δημιουργικά τις καλές επιρροές τους, έχουν καθαρή στόχευση και μεγάλη αποτελεσματικότητα...

Extra bonus (για δεινόσαυρους μόνο): ZZ Top – La Futura
Από τα τελευταία πράγματα που μπορούσα να φανταστώ για το 2012 είναι να ακούω τους παλιόγερους με τα γένια, αυτούς που κορόιδευαν ως τελειωμένους ήδη το 1987 οι Dumpy’s Rusty Nuts. Και όμως. Με την παραγωγή του χρυσοδάκτυλου Rick Rubin, ο οποίος είχε κάνει θαύματα και με τον Cash, δεν ξεχνάς ότι είναι ένα συγκρότημα που έβγαλε τον πρώτο δίσκο του το 1971, δεν αλλάζουν το στυλ τους ούτε την ιστορία της μουσικής, αλλά την κατάλληλη στιγμή θέλεις να τους ακούσεις. Καθόλου λίγο.