Σκορπιοί και μοναχικά κοράκια



Είχα προειδοποιήσει πως στις προθέσεις μου είναι να αναφερθώ στο φυλετικά καθαρό kraut-rock, οπότε αφού έβγαλα το χρέος μου προς τη μαύρη φυλή με το κείμενο για τους Death μπορώ να γράψω δίχως τύψεις και για τους φίλους μας τους Γερμανούς.

Και ναι, θα γράψω για τους αγαπητούς στην Ελλάδα Scorpions! Μα καλά, τι kraut rock, αυτοί παίζουν heavy metal και μάλιστα εμπορικό heavy metal, έτσι δεν είναι; Και όμως, και όμως. Πίσω στο μακρινό 1972, όταν οι Scorpions κυκλοφόρησαν το αριστουργηματικό ντεμπούτο τους Lonesome Crow ουδεμία σχέση είχαν με το είδος. Πρόκειται για μετάλλαξη από τις πολύ σπάνιες. Μέσα σε μια καριέρα 40 και βάλε χρόνων οι Scorpions κατάφεραν το ανέφικτο: κάθε καινούριος δίσκος τους να είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Δηλαδή το Lonesome Crow είναι με διαφορά ο καλύτερος δίσκος τους.

Μιλάμε για βαριά ψυχεδέλεια με άφθονα jazz-rock στοιχεία, κλασσικές επιρροές και μοναδικά χορωδιακά φωνητικά που παραπέμπουν στη μουσική του Μορρικόνε για τα επικά γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε. Ένας συνδυασμός μοναδικός ακόμη και για τα εντελώς πειραματικά πρότυπα της εποχής:



Στην κιθάρα ο 16χρονος Michael Schenker, η ξανθόμαλλη, άρεια απάντηση στον Jimmy Hendrix. Μένεις με το στόμα ανοικτό ακούγοντάς τον. Ο Schenker μεγαλούργησε αργότερα και στους Βρετανούς UFO, το παίξιμό του όμως στο Lonesome Crow είναι πραγματικά από αλλού. Είναι να απορεί κανείς με τα σκέρτσα της ύπαρξης: άλλοι μοχθούν μια ολόκληρη ζωή για να φτάσουν κάπου και άλλους τους ακουμπά η νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της και δίχως κόπο κατακτούν τις ψηλότερες κορυφές, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο αυτοσχεδιαστικό, κιθαριστικό όργιο



Ο Μπόμπυ Φίσερ της κιθάρας! Στα 22 του βέβαια είχε ήδη σχεδόν καεί - κάποιοι τρέχουν τον δρόμο τους πολύ γρήγορα. Τίποτα πραγματικά αξιόλογο δεν έκανε από τους UFO και μετά. Και το ίδιο ισχύει για τους Scorpions. Στράφηκαν προς τον σκληρό ήχο, διατηρώντας τα ψυχεδελικά στοιχεία, στους επόμενους δύο εξαιρετικούς δίσκους τους (Fly to the Rainbow, In Trance - o M. Schenker είχε αντικατασταθεί από έναν άλλο σπουδαίο Γερμανό της κιθάρας, τον Uli Roth) και σιγά-σιγά αποφάσισαν να πέσουν με τα μούτρα στη μάσα γράφοντας μπαλάντες που αποτελούν τον ορισμό του γλυκανάλατου 



Λερώσαμε το μπλογκ γαμώτο! Μπορεί να έγιναν ζάπλουτοι, το κύρος όμως που απολαμβάνουν άλλα   γερμανικά συγκροτήματα όπως οι Can και οι Amon Duul δεν θα το έχουν ποτέ. Όχι τυχαία το Lonesome Crow δεν συμπεριλαμβάνεται κατά κανόνα στις λίστες με τα σημαντικότερα δημιουργήματα της kraut σκηνής, και οι ίδιοι οι Scorpions έχουν καταντήσει ο περίγελος των απανταχού μουσικόφιλων. Δικαίως, αν σκεφτεί κανείς τη συνολική πορεία τους. Αδίκως, αν ακούσει ύμνους όπως αυτόν:

Home Cookin’ #3½


Ο Enzian μπήκε στη σκέψη μου με το εξαιρετικό post του για τους Death, οπότε απλά συνεχίζω από εκεί που σταμάτησε (σχεδόν):

Μια από τις κορυφαίες – για μένα – στιγμές των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων ήταν το χρυσό μετάλλιο του Keshorn Walcott  από το Τρινιντάντ στο ακόντιο.

 Ο πρώτος «έγχρωμος» (άθλιος όρος) που κέρδισε τους Ευρωπαίους σε αυτό το αγώνισμα (και ο μικρότερος σε ηλικία Ολυμπιονίκης στο ακόντιο) σίγουρα στενοχώρησε πολλούς παπ-άρειους αναγνώστες της Edda, της Kalevala και της Ιλιάδας... Τι άλλο θα δούμε από τους «αραπάδες»;

Μία απάντηση είναι, μοναδικά καλό punk και hardcore: Όπως είπε και ο Enzian, ο πρώτο-garage punk δυναμίτης των Death δεν έσκασε ποτέ στην εποχή του και ήρθε κατευθείαν στα χέρια μας. Αντίστοιχη ήταν η μοίρα των Pure Hell: σχηματίστηκαν το 1974 αμιγώς (φτηνό λογοπαίγνιο) από αφρο-αμερικανούς (αθλιότερος όρος) που ήθελαν να κάνουν θόρυβο αντί για σαλιαρίσματα. Έβγαλαν μόλις ένα 7ιντσο το 1978, με μια καλή διασκευή του These Boots... της Σινάτρα, ενώ το "Noise Addiction", ο πολύ ταιριαστά τιτλοφορημένος και υπέροχος δίσκος που ηχογράφησαν την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε μόλις το 2005, παρόλο που είναι ένα εκρηκτικό αριστούργημα κιθάρας, θορύβου και βίας το οποίο δεν μπαίνει σε κατηγορίες: Rock’n’roll, punk, hardcore, metal (το Wild One είναι σχεδόν επικό), φανταστική κιθάρα παντού και νοοτροπία in your face
Όπως φαίνεται, ακόμη και 1978, όταν το punk και ο σκληρός γενικά ήχος ήταν κοινά αποδεκτός, κάποια πράγματα ήταν «παράδοξα» και μη αποδεκτά... χάθηκε να παίζουν disco κι αυτοί οι «άνθρωποι»;

Τους Pure Hell, ωστόσο, τους είδαν και τους άκουσαν άλλοι «ομόχρωμοί» τους, πιο τυχεροί, όπως οι Bad Brains, ένα από τα κορυφαία – και πιο παράδοξα – hardcore σχήματα. 

Σχηματίστηκαν το 1977 και πήραν το όνομά τους από αυτό εδώ το τραγούδι:

Μαύροι και rastafarians, έπαιζαν από πολύ νωρίς δυνατό και γρήγορο hardcore όπως μπορούσαν μόνο οι καλύτεροι του είδους, διανθίζοντάς το με reggae – dub ιντερλούδια που σίγουρα προκαλούσαν δυσπεψία στους δυσκοίλιους ορθόδοξους ακροατές τους. 

Το θρυλικό πρώτο επίσημο άλμπουμ τους, η κασέτα με το όνομά τους που κυκλοφόρησε στην ιστορική ROIR το 1982, παραμένει μια από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες στον χώρο, ενώ το ακολούθησαν τα πολύ καλά Rock For Light και I Against I, πρωτοπορώντας και πάλι με metal και funk επιμιξίες. 

Για να το κλείσουμε, όπως λέει και ο Enzian, πρόκειται πάνω και πρώτα από όλα για σπουδαία μουσική. Δεν θα μας άρεσε λιγότερο αν την είχαν παίξει εξωγήινοι, αλμπίνοι ή βεδουίνοι.
ipchrist

"Έχεις Primal Scream;" Vinyl Attack #1


-Έχεις Primal Scream; Ρώτησε ο νεαρός πότης με το ωραιότατο Fred Perry μπλουζάκι που καθόταν πίσω από την μπάρα. Αμέσως βγήκε ένα συννεφάκι σκέψης από το κεφάλι μου (σαν αυτό που βλέπεις στα καρτουν) με το εξώφυλλο του screamadelica. Ξέρεις, αυτή την ηλιακή φάτσα σαν πατημένο καρτουν που έχει πάρει πιο πρίν αρκετό MDMA, ε αυτή.
-Όχι ρε συ, άλλαξα έχθες τα βινύλια από την τσάντα και δεν το έφερα μαζί μου σήμερα..
Εκείνος με την μια, μου κάνει την γνωστή κίνηση α λα ρεφερι ποδοσφαιρικών γηπέδων την στιγμή που καταλογίζει πέναλτι και απευθείας κόκκινη κάρτα στον παίχτη. Η αντίδραση μου θα έπρεπε να είναι α λα Βαμβακούλας «γιου φαουλ;» αλλά εκείνη την στιγμή μόλις είχα φάει μια προσωπική ήττα και το βλέμμα μου είχε ήδη φτάσει στα πατώματα. Δεν ήταν δυνατόν να παίζεις σε μαγαζί τύπου indie, alternative και να μην έχεις μαζί σου τουλάχιστον ένα άλμπουμ των Primal..



Η παραπάνω ιστορία έγινε στα τέλη των 90’s, την εποχή που τα μαγαζιά είχαν ακόμα τα πικ απ στις μπάρες τους και εμείς είχαμε λίγα παραπάνω κιλά στις πλάτες μας για κουβαλάμε. Ήταν η εποχή που δεν χωρούσε η μουσική (της βραδιάς) μέσα σ’ένα σκληρό δίσκο για να την μεταφέρεις με το σκεπτικό «κάτσε να έχω αυτό αλλά και εκείνο και το άλλο μωρέ αφού όλα χωράνε». Ήταν η εποχή που δεν μπορούσες να κατεβάσεις όλη την δισκογραφία των Stones σε 10-20 λεπτά με ενα κλικ, αλλά η εποχή που όποιος έπαιζε δίσκους ήξερε ποιο νούμερο ήταν το κάθε κομμάτι στον δίσκο, έλεγες: “πω ρε συ, τι έβαζα μετά από αυτό;” και ξαφνικά σου ερχόταν το εξώφυλλο στο μυαλό “ναι ρε, είναι το 9 από εκείνο των Smiths με τον Ντελον ξάπλα και μπαμ!



Τώρα απλά γράφεις στον υπολογιστή μια λέξη και τσουπ το βρήκες. Σίγουρα πιο βολικό, αλλά άλλη φάση ρε φίλε. Το βινύλιο είναι σαν ένας μικρός πίνακας στα χέρια σου, το βγάζεις το επεξεργάζεσαι μέσα έξω, το ζυγίζεις, το σπινάρεις, ακούς τον γλυκό του ήχο μαζί και τα χράτσα χρούτσα του.
Αυτό που δεν μου αρέσει, είναι να βλέπω την ίδια εικόνα κάθε φορά που μπαίνω σε μπαρ με ντι τζεϊ που παίζει μουσική με υπολογιστή. Έναν κολλημένο τύπο στην οθόνη ενός υπολογιστή, στρίβωντας τσιγάρα και κουνώντας το ποντίκι πέρα δώθε, επιλέγοντας τραγούδια ακόμα και από το Youtube.

Αυτή την στιγμή στην Αθήνα υπάρχουν πολύ λίγα μαγαζιά που να έχουν πικ απ στις μπάρες τους και ακόμα πιο λίγα με ντι τζεϊ που να παίζουν δίσκους. Ίσως γιατί βόλευε όλους αυτή η φάση. Όλοι ξαφνικά έγιναν ντι τζεϊ και έτσι τα μεροκάματα έφτασαν στα πατώματα. Ο κάθε ένας πλέον μπορούσε να παίξει την μουσική που είχε στον σκληρό του δίσκο. Οι μαγαζάτορες πλέον δεν ενδιαφέρονται για την μουσική που θα βάλεις αλλά για το πόσο κόσμο θα φέρεις. Λογικό από την στιγμή που τα βραδινά μαγαζιά πέρασαν σε χέρια ατόμων που δεν είχαν καμία επαφή με το επάγγελμα του μπαρμαν...

 Υ.Γ Να πεθάνουν όσα κομμάτια τελειώνουν με fade out