Home Cookin' #3



O πειρασμός να απαντήσω στις διαδοχικές, μελαμψόχρωμες αναρτήσεις του ipchrist με κάμποσο ξανθόμαλλο, άρειο, τευτονικό kraut-rock ήταν μεγάλος αλλά τελικά αποφάσισα να συμμορφωθώ με το "πνεύμα της εποχής" και να γράψω για τους Death. Μην ψήνεστε, όχι για την ιστορική deαth metal μπάντα του αδικοχαμένου Chuck Schuldiner αλλά για τους μαύρους (στο δέρμα) proto-punkers από το Detroit.

Η ιστορία νομίζω πως είναι πια λίγο-πολύ γνωστή. Τρία μαύρα αδέλφια στις αρχές της δεκαετίας του '70 σχηματίζουν μια μουσική μπάντα που πειραματίζεται με τον σκληρό, κιθαριστικό ήχο του Detroit (MC5, Stooges). Το αποτέλεσμα είναι τόσο μπροστά από την εποχή του που ο πρώτος τους ηχογραφημένος δίσκος δεν κυκλοφορεί ποτέ. H δισκογραφική εταιρία πιέζει τους Death να αλλάξουν το όνομά τους σε κάτι πιο φιλικό προς το χρήστη, εκείνοι πεισματικά αρνούνται και η ιστορία τελειώνει εκεί. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, το 2009, το αδικοχαμένο ντεμπούτο τους επιτέλους κυκλοφορεί και γίνεται χαμός. Άπαντες ομοφωνούν: πρόκειται για ένα χαμένο αριστούργημα, ένα δίσκο που όφειλε να έχει καθιερώσει τους Death ως πρωτοπόρους μιας μεγάλης μουσικής επανάστασης.

Εγώ θα προτιμήσω εδώ να αναφερθώ στην - υποτιμημένη -  συλλογή demo ηχογραφήσεων των Death που κυκλοφόρησε μόλις πέρσι (Spiritual, Mental, Physical). Η ποιότητα του ήχου μπορεί να είναι αναμενόμενα χαμηλή όμως ποιος νοιάζεται; Αν αναλογιστούμε πως πρόκειται για ηχογραφήσεις παλαιότερες από το ντεμπούτο τους, η μόνη υπόθεση που στέκει είναι πως τα αδέρφια Hackney ήταν εξωγήινοι προορισμένοι να εξελίξουν το rock'n'roll καμιά δεκαετία: το Views - με τα υστερικά φωνητικά του Bobby Hackney - είναι το μεγάλο τραγούδι που ποτέ δεν έγραψαν οι Sex Pistols, το The Storm Within αγνός hardcore θόρυβος και το Masks η απόδειξη πως το metal και το punk (και οι Beatles!) μπορούν να συνυπάρξουν: οι Death ήταν ιδιοφυείς και καταιγιστικοί ταυτόχρονα



Φυσικά η μουσική κριτική δεν παύει να επισημαίνει τα δύο στοιχεία που κάνουν τους Death τόσο ξεχωριστούς: το χρώμα του δέρματος ("μα καλά, μαύροι πάνκηδες;") και το πρώιμο της εμφάνισης τους ("μα καλά, μαύροι πάνκηδες το 1975;). Για μένα και τα δυο αυτά στοιχεία - μετά την αρχική έκπληξη - έχουν πια εντελώς εξουδετερωθεί. Είναι τόσο αυθεντική η μουσική των Death που απλά περιφρονεί κάθε προσπάθεια ταξινόμησης ή αρχειοθέτησης. Είναι τόσο εκρηκτικό το μείγμα τους - "μουσική για εκκένωση κτιρίων!" - που τους τοποθετεί αυτόματα δίπλα στους αμίμητους και τους αδούλωτους: τους Motorhead, τους Stooges, τους Ramones. Από εδώ που να πας;



Home Cookin' #2


Η εκτίμηση της οποίας χαίρει ο Πακιστανικός πολιτισμός στη χώρα μας είναι μάλλον περιορισμένη, ειδικά αυτήν την εποχή, και σίγουρα δεν πρόκειται να αλλάξει, όσα post κι αν κάνω… Πάμε στην ουσία λοιπόν:
  
Ο Nusrat Fateh Ali Khan γεννήθηκε το 1948 στο Φαιζαλαμπάντ και πέθανε σαν σήμερα το 1997. Είναι μια από τις πέντε – δέκα σπουδαιότερες ηχογραφημένες φωνές παγκοσμίως. Μπορούμε να συζητάμε ώρες για το ποιες είναι οι υπόλοιπες (Καρούζο; Κάλλας; Ουμ Καλσούμ; Μπίλι Χόλιντεϊ; Μίλλι Βανίλλι;), πάντως ο Nusrat είναι εκεί.
    
Πληθωρικός σε όλα του, με ένα εύρος πολλών οκτάβων, μεγάλη δύναμη, ένθεο πάθος και αντοχή στη φωνή του, εκπληκτικούς αυτοσχεδιασμούς και πλήθος ηχογραφήσεων, ο Nusrat λατρεύεται στη χώρα του ως ο  βασιλιάς των βασιλιάδων στο Qawwali – ας πούμε ότι είναι η μελοποιημένη Sufi ποίηση ανατολικά της Περσίας, δεν λέει και πολλά ο ορισμός όμως, το θέμα είναι η εμπειρία.
  
Χωρίς τη γνώση της γλώσσας (Urdu κυρίως), χωρίς τη γνώση και κατανόηση των στίχων, χωρίς τη γνώση των μουσικών δρόμων, χωρίς τη μέθεξη που προϋποθέτει μια κοινότητα πίστης και εμπειριών, αυτό που φτάνει σε εμάς δεν είναι παρά η σκιά της σκιάς, ωστόσο είναι τόσο ισχυρό που ξεπερνά όλα τα εμπόδια.

Αυτό εδώ μιλά για τον Mansoor Al-Hallaj που εκτελέστηκε στην Περσία το 922 ως βλάσφημος, αφού φώναζε "Ana Al Haqq" ("είμαι η Αλήθεια"):


Χωρίς να προδίδει αυτήν την παράδοση αιώνωνχωρίς να φοβάται τη «μόλυνση» από ξένα στοιχεία, ο Nusrat δοκίμασε και δοκιμάστηκε με επιτυχία σε κάθε είδους συνεργασίες και επιμιξίες με δυτικούς μουσικούς και τρόπους, από τον Peter Gabriel και τον Eddie Vedder (στα soundtrack του Τελευταίου Πειρασμού και του Dead Man Walking αντίστοιχα) μέχρι τον Michael Brook  και τους Massive Attack.


Και επειδή με ενοχλεί που η αφορμή για αυτό το ποστ, όπως και για το προηγούμενο, δεν είναι άλλη παρά ο ελέφαντας στο σαλόνι που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, ας πω κι αυτό: Έχουμε πλέον ξεσκεπάσει τους οχετούς και περιφέρουμε σαν τρόπαια όσα τόσο καιρό κρύβαμε επιμελώς κάτω απ’ το χαλί… Συνηθίζουμε στη δυσωδία και τη δικαιολογούμε με κάθε τρόπο, την απομαγεύουμε καταναλώνοντας όλο και μεγαλύτερες δόσεις της, δοκιμάζουμε τα όριά μας σαν παιδιά και ξύνουμε κακοφορμισμένες πληγές μέχρι την ώρα του ακρωτηριασμού… Ο «Πακιστανός», οι «Αφρικανοί», οι «ανθρωπόμορφοι», σα φιγούρες από κακή παράσταση, μόνο που εδώ δεν είμαστε ακούσιοι ή αθώοι θεατές. Γνωρίζουμε, πράττουμε, ευθυνόμαστε. 


ipchrist

Home Cookin' #1

Και τώρα που όλοι οι γάτοι του blog έχουν πιάσει θέσεις στις παραλίες ο ποντικός μπορεί να χορέψει ελεύθερος... Για τον υπόλοιπο Αύγουστο θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε μερικά σπιτικά φαγητά για τα όλα τα κουνούπια του Δυτικού Νείλου, τις κατσαρίδες της Τζαλαλαμπάντ και τους κοριούς του Γκουαγιακίλ...



Αρχίζουμε με την επανέκδοση της χρονιάς, το υπέροχο box set της (φυσικά!) Now Again με τα έξι βινύλια των W.I.T.C.H. Τα αρχικά αυτά σημαίνουν We Intend To Cause Havoc! και το όνομα είναι απολύτως ταιριαστό.  Η Ζάμπια μάλλον δεν είναι το πρώτο μέρος που σκέφτεται κανείς για αριστουργηματικό φαζαριστό ψυχεδελογκαράζ, αλλά εδώ είμαστε για να ανακαλύπτουμε. Στις αρχές του 70 μια σειρά από ξεχωριστούς μουσικούς και συγκροτήματα (Amanaz, Musi-O-Tunya, Paul Ngozi, Chrissy Zebby Tembo, Rikki Ililonga) δημιούργησαν το δικό τους πάντρεμα του Hendrix, του James Brown και των τοπικών ρυθμών, το οποίο οι λάτρεις της ετικέτας το αποκάλεσαν μετά Zamrock. Τέλος πάντων, οι Witch ξεχωρίζουν. 


Έδρασαν από το 1972 ως το 1977. Πατάνε με το ένα πόδι στα 60’s π.χ. των Sonics (το εξώφυλλο του Lazy Bones σε μένα τουλάχιστον θυμίζει το “Introducing The Sonics” που περιέχει και το “Witch”)


και με το άλλο στα 70’s του psych/prog και των guitar heroes (Chris Mbewe εν προκειμένω). Ισορροπούν εξαιρετικά, βάζουν μέσα αφρικανικούς ρυθμούς, απρόβλεπτες αλλαγές και τρομερή ενέργεια για ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.


Η επανέκδοση είναι υποδειγματική, καθώς σε μια πολύ λογική τιμή (περίπου 80 δολάρια για τα βινύλια, όσα δηλαδή θέλει κανείς για τους δύο δίσκους των Witch που είχε επανεκδώσει η Shadoks, ενώ η έκδοση με τα 4 CD έρχεται γύρω στα 30 Ευρώ) παίρνει κανείς όχι μόνο τα κλασικά Introduction και Lazy Bones, αλλά και τα δυσεύρετα / υπερσπάνια υπόλοιπα albums και 7ιντσα, μαζί με ένα booklet με φωτογραφίες, συνεντεύξεις, κλπ. 

Μπορούμε μόνο να σκεφτούμε τι θα έφτιαχναν αν είχαν στη διάθεσή τους κανονικές συνθήκες ηχογράφησης... Παίζονται μόνο δυνατά!

ipchrist