Νιώθεις μια κάποια ικανοποίηση όταν το άλογο στο οποίο έχεις ποντάρει τα χρήματά σου τερματίζει καμιά πενηνταριά μέτρα μπροστά από τους αντιπάλους του...
Τον περιμέναμε εδώ στο blog αυτόν το δίσκο του Kurt Vile, τον πρώτο του πραγματικά πολύ μεγάλο δίσκο, ξέραμε πως είναι θέμα χρόνου και μόνο να τον κάνει. Στην πραγματικότητα ο Kurt Vile τρέχει μόνος του στην πίστα, χωρίς αντιπάλους: είναι από αυτούς τους πολύ λίγους καλλιτέχνες που οι ίδιοι θέτουν τα στάνταρ, τους κανόνες του παιχνιδιού, ανεπηρέαστοι από ότι συμβαίνει γύρω τους.
Μας το έδωσε να το καταλάβουμε καλά αυτό στο Primavera πριν δύο χρόνια. Εμφανιζόμενος σε ένα από τα μικρά stage του φεστιβάλ -και λόγω της φύσης της μουσικής του - περίμενα ένα κατά βάση ακουστικό live, με μπόλικο λυρισμό και συναίσθημα. Αμ δε! Αυτό που ζήσαμε ήταν 3(!) ηλεκτρικές κιθάρες και ντραμς, χωρίς μπάσο, και θορυβώδεις, χεβυμεταλλάδικες εκδοχές των τραγουδιών του
To ίδιο πνεύμα περιφρόνησης του παραδεδομένου και του παραδεκτού χαρακτηρίζει τον τελευταίο του δίσκο Wakin On A Pretty Daze. Όταν όλες οι indie μπάντες στρέφονται σωρηδόν στα 60's, στα 70's, ακόμη και στα 90's, o φίλος μας από εδώ ανασκαλεύει το αμερικάνικο mainstream-rock των 80's. Πρόκειται δηλαδή για έναν "εμπορικό" δίσκο; Δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς πως 4 από τις συνθέσεις είναι από 8 λεπτά και πάνω.
Στην πραγματικότητα αυτό το σκόπιμο 80's περιτύλιγμα (όσον αφορά στην ""καθαρή" παραγωγή και τις παλιομοδίτικες ενορχηστρώσεις) είναι και το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του δίσκου: αφήνεται έτσι να φανεί με διαυγή τρόπο ο πλούτος των μελωδιών του Vile, οι εξαιρετικοί στίχοι του και φυσικά - και πάνω απ'όλα - η φωνή του: 50% αγνό, αγγελικό συναίσθημα και 50% σαρκασμός και ειρωνεία.
Και πράγματι όταν έχεις τα τραγούδια δεν χρειάζεσαι ούτε πόζα, ούτε κόλπα, ούτε μαγκιά για να τα αναδείξεις. Δεν φοβάσαι τίποτα. Το αριστουργηματικό, εναρκτήριο Wakin on a Pretty Day λειτουργεί εξίσου αποτελεσματικά, είτε με τις ενορχηστρώσεις του δίσκου, είτε με 3 ηλεκτρικές κιθάρες είτε μόνο με μια ακουστική κιθάρα και φωνή όπως φαίνεται από την παρακάτω εκτέλεση
Ο Kurt Vile έχει τα τραγούδια, το ένα καλύτερο από το άλλο. Τα υπόλοιπα τα παίρνει ο άνεμος και τα σκορπίζει. Δέκα με τόνο.
Δεν
είναι όλες οι εγγραφές στο ληξιαρχείο μας για θλίψη και περισυλλογή. Μετά τον JasonMolina, πρόσφατα χάσαμε και μιαν άλλη μεγάλη
καλλιτέχνιδα, μια αληθινή ιέρεια του πανκ, η οποία υπήρξε αληθινή μούσα για την
μουσική στα 80’s, εμπνέοντας δεκάδες καλλιτέχνες (από τους Exploited μέχρι τους Dub
Syndicate) και κάνοντας όλο τον κόσμο να ασχολείται μαζί της (από τους οπαδούς
της Λίβερπουλ μέχρι τους πλανόδιους μουσικούς στο Μπέλφαστ).
Μιλάω,
φυσικά, για την Μαργαρίτα Ρόμπερτς. Επειδή γράφτηκαν και ακούστηκαν ένα σωρό ψέματα
και, το χειρότερο, μισές αλήθειες γι’ αυτήν τώρα τελευταία, είναι καιρός να
αποκαλύψω, μόνο σε σας, όσα μου εκμυστηρεύθηκε ένα βροχερό απόγευμα στο Λονδίνο
κάπου στα μέσα των 90s.
Αρκετοί
ξέρουν π.χ. ότι ξεκίνησε την καριέρα της ως χημικός, λίγοι όμως γνωρίζουν για τους
προσωπικούς της πειραματισμούς επί σειρά δεκαετιών με ψυχότροπα και παραισθησιογόνα.
Το εμφανές τίμημα αυτών των καταχρήσεων ήταν το κλασικό γνωστό σε όλους “zombiestare”:
Το
αφανές αποτέλεσμα όμως, σε συνδυασμό με την μεγάλη και ανομολόγητη αγάπη της
για τον Γκυ Ντεμπόρ και τους Καταστασιακούς, ήταν η απόφασή της – σχέδιο ζωής, να
γίνει το πρώτο και καλύτερο τρολ
στην ιστορία της πολιτικής. Όχι απλά να ανατρέψει το σύστημα από μέσα, αλλά να
το γελοιοποιήσει, να το πάει τόσο πολύ στα άκρα του, να το κάνει καρικατούρα
και σμπαράλια, με κάθε τρόπο και μέσο. Στην απόφασή της αυτή έμεινε σταθερή και
αμετακίνητη. Ήταν σίγουρη ότι θα την καταλάβαιναν αμέσως και το παιχνίδι της θα
σταματούσε εξαρχής, αλλά αυτό δεν συνέβη, κι έτσι η Μαργαρίτα το πήγαινε όλο
και παραπέρα.
Όταν
μπήκε π.χ. στην πολιτική, ψήφισε υπέρ της επαναφοράς της βίτσας στα σχολεία, κι
αμέσως έγινε γνωστή και δημοφιλής. Ως υπουργός παιδείας έκοψε το δωρεάν γάλα
στα σχολεία. Σε απευθείας σύνδεση με την αγγλική μαζοχιστική ψυχή, έπαιζε την
αυστηρή δασκάλα / γκουβερνάντα που δεν θα είχε πρόβλημα να στις βρέξει μέχρι να
βγάλεις αίμα, πάντα με αγάπη και πάντα για το καλό σου.
Με
εγχειρίδια τα βιβλία του Hayek και της Rand, κυρίως όμως το 1984 του Orwell, η Μαργαρίτα ακολουθούσε
τακτικές που έγιναν κλασικές: «διαίρει και βασίλευε» (σαλαμοποίηση), «όλοι
εναντίον όλων», «TINA» (thereisnoalternative) και,
φυσικά, η επίκληση στην «κοινή λογική» και την «φύση των πραγμάτων».
Βήμα
το βήμα, μάχη τη μάχη, τα πονταρίσματα ανέβαιναν, αλλά κανείς δεν έβλεπε την
μπλόφα της και η Μαργαρίτα κέρδιζε το ένα στοίχημα μετά το άλλο. Ο ένας μετά
τον άλλο κλάδο εργαζομένων – απεργών συνθλιβόταν. Την θέση των Εβραίων ως
αποδιοπομπαίων τράγων πήραν οι συνδικαλιστές, οι Ιρλανδοί και οι
σοσιαλ-κομμουνιστές, πάντα στο όνομα της δημοκρατίας.
Δαιμονοποίηση
του αντιπαραγωγικού και τεμπέλη δημοσίου τομέα, ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τον
σκληρό πυρήνα του κράτους (πλην στρατού και αστυνομίας), απορρύθμιση στο όνομα
της «ελευθερίας». Διαρκής αναζήτηση του εξωτερικού (οι Ρώσοι, οι Αργεντίνοι, ο IRA, η γραφειοκρατία των
Βρυξελλών) ή εσωτερικού «εχθρού» που πρέπει να συνθλιβεί (μέχρι τον επόμενο)
για να σωθούμε (αθάνατε CarlSchmitt!). Και
εντωμεταξύ τα κεφάλια μέσα.
Ως
αυθεντική πανκ, ακολουθούσε σταθερά την πρόκληση ως αυτοσκοπό, δοκιμάζοντας τα
όρια τα δικά της και των άλλων. Συνέθλιψε τους ανθρακωρύχους κλείνοντας ακόμη
και κερδοφόρα ορυχεία, άφησε τους απεργούς πείνας του IRAνα πεθάνουν
διαμαρτυρόμενοι για τις συνθήκες κράτησής τους, χαριεντιζόταν με τους
δικτάτορες και τους (ισχυρούς) παρίες όλου του κόσμου χωρίς να κάνει διακρίσεις (με
ξεχωριστά αισθήματα για τον Πινοσέτ και τον Μπόθα του απαρτχάιντ, ακόμη και ουδετεροφιλία για τον Πολ Ποτ) και της
έβγαιναν όλα.
Το
πόσο μοναδική ήταν στις περφόρμανς αυτές φάνηκε και κατά την αποχώρησή της,
όταν ο τόσο λίγος και θλιβερός Majorπου την διαδέχτηκε προσπάθησε να την μιμηθεί και, φυσικά, έσκασε
σαν κακοπαιγμένη φάρσα. Αυτοί που έπιασαν το νόημα, αντίθετα, ήταν η νέα γενιά «εκσυγχρονιστών»
ηθοποιών των 90s, αυτοί που την κατήγγειλαν κατ’ όνομα για να την ακολουθήσουν πιστά
στην πράξη. Αυτοί, ωστόσο, αργούν ακόμη πολύ να πεθάνουν, οπότε τους αφήνουμε
ήσυχους για την ώρα.
Επειδή
είμαστε (και) μουσικό μπλογκ, σταματάω εδώ τις αποκαλύψεις. Μαργαρίτα, σε
ευχαριστούμε για τα τραγούδια (μόνο).
ΥΓ:
Δεν είμαι από αυτούς που θα γιορτάσουν τον θάνατο (σχεδόν) οποιουδήποτε
συνανθρώπου. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σε κάποιο βαθμό κομιστές του
θατσερισμού, ο οποίος, ως σύμπτωμα και νόσος, χαρακτηρίζεται πάνω από όλα από
την συνειδητή και δογματική αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών μας και τον
πόνο που μπορεί να προκαλέσουν, με επίκληση, ειλικρινή ή προσχηματική, μιας
μεταφυσικής πίστης σε κάποια υπερβατική δικαιοσύνη και δικαίωση («θα πονέσει αλλά θα σας σώσει» / «είμαστε
οι καλοί μαθητές και μας ζηλεύουν»). Αν αυτό μπορούσε να πεθάνει, θα έσερνα
πρώτος τον χορό...
Κατά τα φαινόμενα
έχω αναλάβει και τον άχαρο ρόλο της ενημέρωσης του ληξιαρχείου της στήλης – τέλος
πάντων, ο μισθός να πέφτει... Πρόσφατα λοιπόν «έφυγε», «κοιμήθηκε», αλλά, κυρίως,
αναπαύθηκε, στα 39 του χρόνια, ο JasonMolina.
Οι περιπέτειές του
με το αλκοόλ, η κακή κατάσταση της υγείας του και η ακόμη χειρότερη κατάσταση
του συστήματος υγείας στις Η.Π.Α. (μέχρι το θάνατό του δεχόταν δωρεές στο paypalγια να αποπληρώσει
μέρος των χρεών του στα νοσοκομεία) είχαν προδιαγράψει μια ζωή και μια τέχνη με
δυσκολίες και πόνο.
Από τα τέλη του 2009 είχε σταματήσει τις συναυλίες και,
ουσιαστικά, και τις ηχογραφήσεις, περιοδεύοντας αντ’ αυτού σε διάφορα rehabs.
Στο τελευταίο του
δημόσιο μήνυμα,
τον Μάιο του 2012, εξηγούσε ότι ζορίζεται αλλά αντέχει. Δυστυχώς, όχιόσοθαθέλαμε.
Το εξαιρετικό Daytrotter Session του 2009
είναι απόλυτα ενδεικτικό όχι μόνο των δικών του ικανοτήτων, αλλά και της
μπάντας που τον συνόδευε. Αν μερικές φορές ακουγόταν σπαρακτικός ή αποκομμένος,
στα όρια της κατατονίας (χωρίς να χάνει την ομορφιά που μετουσιώνει το προσωπικό
βίωμα και το κάνει προσβάσιμο), στην πορεία του ως Songs: Ohia και Magnolia
Electric Co. ξόρκισε αρκετά φαντάσματα, βούτηξε χωρίς τύψεις στον μεγάλο ωκεανό
της αμερικάνικης μουσικής παράδοσης και ξαναγεννήθηκε σ’ αυτόν, διατηρώντας
πάντα μια σπουδαία και χαρακτηριστική φωνή.
Όσοι αγαπήσαμε τη δουλειά
του, χάνουμε μετά τους ElliottSmithκαι VicChesnuttέναν ακόμη μεγάλο τραγουδιστή και τραγουδοποιό.
Hold on, Magnolia, to that great
highway moon
No one has to be that strong
But if you’re stubborn like me
I know what you’re trying to be
Hold on, Magnolia, I hear that station bell ring
You might be holding the last light I see
Before the dark finally gets a hold of me
Hold on, Magnolia, I know what a true friend you’ve been
In my life I have had my doubts
But tonight I think I’ve worked it out with all of them
Hold on, Magnolia, to the thunder and the rain
To the lightning that has just signed my name to the bottom line
Hold on, Magnolia, I hear that lonesome whistle whine
Hold on, Magnolia, I think its almost time
Όπως καταλαβαίνετε και από το απολαυστικό ποστ του enzian για την συναυλία των men, ο freakastaire, CEO και γενικός δερβέναγας του blog ξεμπλόκαρε τους λογαριασμούς του στην Κύπρο, είδαμε το χρώμα του χρήματος και έτσι έληξε η επίσχεση εργασίας μας. Ακολουθεί ορυμαγδός από ποστ, φυλαχθείτε...
Αν ένας παρανοϊκός πορτιέρης στο Gagarin απαγόρευε την είσοδο σε μελανειμονούντες, ριμελοφόρους, θαμώνες κομμωτηρίων, διχτυφορούσες, καροπουκαμισάδες και υποψήφιους bloggers / μουσικούς, οι soft moon μάλλον θα έπαιζαν χωρίς κοινό. Αυτό δεν συνέβη, και ο χώρος γέμισε.
Στην συναυλία πήγα μόνος, και αυτό μου επέτρεψε να εκτιμήσω ψύχραιμα τόσο τους soft moon όσο και τις ευάριθμες, συχνά ευειδείς και σπάνια ασυνόδευτες θαυμάστριές τους.
Επειδή δεν είναι καθόλου αυτονόητο (βλ. την συναυλία των Men), να πούμε ότι ο φωτισμός και ο ήχος ήταν εξαιρετικοί, ενώ η ίδια η μπάντα ήταν πιο ανθρώπινη και ζεστή από αυτό που περίμενα, και συγχρόνως πολύ κοντά στον ήχο που βγάζει στο studio.
Είναι βέβαιο ότι δεν είναι οι Joy Division ή οι Bauhaus, αλλά αυτό σε μένα τουλάχιστον δεν λέει κάτι. Έχουν σωστές επιρροές και τις πηγαίνουν ένα - δύο βήματα πιο πέρα (π.χ. στα κρουστά), δίνοντας ψύχος και σκότος στο εδώ και τώρα. Όπως είχε γίνει και με τους Horrors μερικά χρόνια πριν, ήρθαν στη σωστή στιγμή / τιμή, οπότε όλα καλά. Άντε και τους Tropic of Cancer σε double bill με την Chelsea Wolfe τώρα...
To blog παρέστη σχεδόν σύσσωμο - τέλος πάντων, οι δύο απλήρωτοι βλάκες που συνήθως γράφουν σε αυτό - στη συναυλία των Men στο ένδοξο AN club των ένδοξων Εξαρχείων. Άλλη μια σφραγίδα-μπαστούνι στη γροθιά, όμως και οι Men τα βρήκαν τελικά μπαστούνια. Για να μην παρεξηγούμαστε: πρόκειται για μια πολύ συμπαθητική μπάντα, με εξαιρετική αίσθηση της αμερικανικής παράδοσης του rock'n'roll. Μπορούν να ροκάρουν, μπορούν να βαβουριάσουν, μπορούν να φλερτάρουν με το mainstream, μπορούν και να στραφούν προς americana μεριά. Στον πολύ καλό φετινό τους δίσκο New Moon το εναρκτήριο Open the Door ή το Bird Song θυμίζουν έντονα The Band, ενώ οι φυσαρμόνικες και οι slide κιθάρες δίνουν και παίρνουν:
Δυστυχώς η συναυλία τους ήταν μια σκέτη απογοήτευση. Αιτία: ο ελεεινός ήχος. Τα φωνητικά δεν ακούγονταν ΚΑΘΟΛΟΥ, ανεξάρτητα του ποιος τραγουδούσε, οι δε κιθάρες ήταν τόσο άνισα καταμερισμένες που ενώ σόλαρε με ότι είχε και δεν είχε ο δεξιός εξτρέμ εμείς ακούγαμε σε φουλ ένταση τα ακόρντα του αριστερού μπακ-χαφ. Φανερό πως και οι ίδιοι την είχαν μυριστεί τη δουλειά, μιας και από το δεύτερο κομμάτι ο δεξιός εξτρέμ αναρωτήθηκε αν ακούγεται καθόλου - και η όλη φάση πρέπει να τους ξενέρωσε.
Γύρω στο 8ο κομμάτι δεν άντεξα και κατευθύνθηκα στον ηχολήπτη, ένα συμπαθέστατο, μακρυμάλλικο αγόρι που μου θύμισε τον Tobey Maguire στο Fear and Loathing in Las Vegas.
Δεν ξέρω τι ναρκωτικά είχε πάρει άλλα όταν του εξήγησα πως οι φωνές δεν ακούγονταν καθόλου πανικοβλήθηκε, λέγοντας "wow, it's superloud in here dude, I didn't have a clue" και με ευχαρίστησε για την υπόδειξή μου. Πράγματι ανέβασε τον ήχο στα φωνητικά ώστε να αποτελούν μέρος των συχνοτήτων που μπορεί να αντιληφθεί το ανθρώπινο αυτί, ήταν όμως πια αργά: 3-4 τραγούδια παίξαν ακόμη.
Τέλος πάντων, κρίμα, δείχνει πόση ζημιά μπορεί να γίνει όταν ο λάθος άνθρωπος βρεθεί στη λάθος θέση. Η βραδιά τελείωσε με μπίρες στην πλατεία και πολιτικές συζητήσεις με τον ipchrist. Άλλη μια ισοπαλία δηλαδή.