Kurt Vile - Believe I am going (deep) down...



















Όσο θυμάμαι την πρόσφατη συναυλία του Kurt Vile στο Gagarin κάτι μέσα μου εξεγείρεται. Ναι, αυτή με τα τραπεζάκια, και τον αγαπημένο μας φίλο να σερβίρει τη μουσική του μόνος του, χωρίς μπάντα, σε ένα μάλλον ανυποψίαστο κοινό ή σε ένα κοινό που είχε παγώσει μέσα σε ένα χώρο που περισσότερο θύμιζε δεξίωση γάμου παρά συναυλία.

Μετά το αριστουργηματικό, όσο και αναπάντεχο ως προς το ύφος του, Wakin On a Pretty Daze - εδώ τα είχαμε γράψει - περιμέναμε στην παρέα να δούμε που μπορεί να το πάει ο Kurt. Δύσκολο να κινηθείς δημιουργικά μετά από ένα magnum opus. Όχι όμως για εκείνον. Είπαμε, όσο υπάρχει κίνητρο, όσο υπάρχει αυτή η αυθεντική ανάγκη για έκφραση, το πολύ υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα είναι δεδομένο. Γιατί το ταλέντο είναι άφθονο και θεόσταλτο.

Στη νέα του δουλειά οι διαφορές στο ύφος σε σχέση με το Pretty Daze είναι ελάχιστες: οι αποχρώσεις λίγο πιο λεπτές, οι τόνοι λίγο πιο χαμηλοί, λιγότερες ηλεκτρικές κιθάρες, περισσότερο πιάνο, τα τραγούδια πιο μικρής διάρκειας. Κάτι που καθιστά ακόμη πιο αξιοθαύμαστο το επίτευγμα του Kurt Vile. Τα τραγούδια του στέκονται όλα στο πιο υψηλό επίπεδο, δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο, γιατί όλα βρίσκουν το στόχο τους. Είναι ένας δίσκος που "τρώει" τις αντιστάσεις του ακροατή με τον ίδιο σταθερό ρυθμό από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι, αφήνοντάς τον στο τέλος παραδομένο στη γλυκύτητα της μουσικής του. Ένας δίσκος που σε υποχρεώνει να τον ακούσεις από την αρχή ως το τέλος, χωρίς skip, με προσήλωση.



Και ένας δίσκος που έρχεται σε μια - δυστυχώς - πολύ άνυδρη περίοδο για τη μουσική μας, να καλύψει ένα μεγάλο κενό τόσο για τους φίλους του indie όσο και για τους πιστούς του singing-songwritting. Βλέπω ότι στην Αμερική  ντεμπουτάρισε στο νο 40 στα charts. Τριγύρω του - στις υψηλότερες και χαμηλότερες θέσεις - μόνο σκουπίδια. Πρίγκηπας των σκουπιδιών λοιπόν ο Kurt Vile - και σταθερή παρηγοριά και αξία.



Enzian

ΥΓ1: Συνιστώ το τριπλό LP, γιατί ακόμη και στα ακυκλοφόρητα παραλειπόμενά του η ποιότητα παραμένει αμετάβλητα υψηλή (και τα κομμάτια πιο rock και ηλεκτρικά, ίσως ένα προμήνυμα για το μέλλον)

ΥΓ2: Για τους λίγους: η φωνή του Kurt είναι ένας συνδυασμός Νick Drake και Dave Mustaine!

20 million years away/ Rory Gallagher


Είκοσι χρόνια από τότε που μας άφησε ο Rory Gallagher, ετοιμαζόμουν να γράψω κατεβατά με αφορμή αυτή την επέτειο, την τόσο ασήμαντη όσο όλες οι επέτειοι. Γιατί τι σημασία έχουν οι επέτειοι για αυτούς που έχουν υπερβεί τον χρόνο;
















Θα είχε σίγουρα αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λευκός rock-blues κιθαρίστας όλων των εποχών αν ήταν μονάχα κιθαρίστας. Αλλά δεν ήταν αυτό μόνο. Ήταν εξίσου ένας εξαιρετικός συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, band-leader. Και ήταν ένας μοναδικός τραγουδιστής. Μα πάνω από όλα ήταν ασυμβίβαστος.

Γιατί μόνο ένας ασυμβίβαστος θα είχε αρνηθεί τη θέση του Eric Clapton στους Cream ή του Richie Blackmore στους Deep Purple. Γιατί μόνο ένας ασυμβίβαστος θα αρνούνταν να κοπούν τα σόλο του ώστε τα τραγούδια του να κυκλοφορήσουν σε σινγκλάκια και να χεστεί στο χρήμα. Ιεροσυλίες και εκποιήσεις που δεν μπορούν ποτέ να πληρωθούν αρκετά.

Αλλά να λείπουν τα κατεβατά όταν τα έχει πει όλα ο ίδιος σε αυτό, το πιο αντιπροσωπευτικό, το πιο προσωπικό, το πιο ανεξίτηλο τραγούδι του. Είναι ένα τραγούδι που δεν μπορείς απλά να το ακούσεις, να το θαυμάσεις, να το κρίνεις.



Πρέπει να το βιώσεις. Πρέπει να βρεθείς σε αυτό το καταραμένο ξενοδοχείο, στο μπαρ του το γεμάτο από κόσμο, και να είσαι ωστόσο μόνος, μακριά, εκατομμύρια μίλια μακριά. Και ύστερα το μπαρ να έχει αδειάσει. Και εσύ ακόμη να πίνεις. Αλλά να είναι το ίδιο. Γιατί εσύ απουσιάζεις, απέχεις.

Γιατί εσύ πολύ απλά δεν ανήκεις. Έρχεσαι από αλλού και απλά βρήκες μια κιθάρα μέσα στον ωκεανό του τίποτα και έκανες μουσική τη νοσταλγία σου για την πατρίδα. Γιατί πατρίδα σου δεν είναι η Ιρλανδία, είναι το διάστημα.

Και η κιθάρα σου ανταπέδωσε την αγάπη σου. Και έδωσε στα χέρια σου ήχους που δεν έδωσε στα χέρια κανενός. Όπως στην εισαγωγή του A Million Miles Away. Που είναι εισαγωγή στην έρημο, στο διάστημα, στην απόσταση.

Όχι, δεν έφυγες ποτέ, γιατί δεν ήσουν ποτέ εδώ, για αυτό και η επέτειος του θανάτου σού δεν έχει καμία σημασία. Ήσουν πάντα μακριά. Και η μουσική σου είχε πάνω της τη σφραγίδα του από αλλού, του μακριά.

Enzian

ΥΓ. Το ότι ο Rory Gallagher είναι μεγαλύτερος στην Ελλάδα από οπουδήποτε στον κόσμο, ακόμη και από την Ιρλανδία, δεν είναι τυχαίο. Κάτι ξέρουμε και εμείς ως λαός από ξεριζωμούς, και νοσταλγία, και εξορία στο χρόνο.

This hotel bar is full of people,
The piano man is really laying it down,
The old bartender is as high as a steeple, 
So why tonight should I wear a frown? The joint is jumpin' all around me,
And my mood is really not in style,
Right now the blues flock to surround me,
But I'll break out after a while.
Yes I'm a million miles away,
I'm a million miles away,
I'm sailing like a driftwood,
On a windy bay,
On a windy bay.
I'm a million miles away,
I'm a million miles away,
But I'm sailing like a driftwood,
On a windy bay,
On a windy bay.
Why ask how I feel,
Well, how does it look to you?
I fell hook, line and sinker, 
Lost my captain and my crew.
I'm standing on the landing, 
There's no one there but me,
That's where you'll find me,
Looking out on the deep blue sea.
There's a song on the lips of everybody, 
There's a smile all around the room,
There's conversation overflowing, 
But I sit here with the blues.
This hotel bar has lost all its people, 
The piano man has caught the last bus home,
The old bartender just collapsed in the corner, 
Why I'm still here, I just don't know,
I don't know.
I'm a million miles away,
A million miles away,
I'm sailing like a driftwood on a windy bay,
On a windy bay.
I'm a million miles away,
A million miles away,
I'm sailing like a driftwood on a windy bay,
Send me away...

Η πιο αδικημένη μπάντα στην ιστορία της μουσικής


Φυσικά έρχονται πολλά ονόματα απ’ευθείας στο νου, πρωτοπόροι που αγνοήθηκαν ολοκληρωτικά γιατί πολύ απλά ήταν μπροστά από την εποχή τους ή μπάντες που ο ήχος τους ήταν τόσο δύσκολος που απευθύνονταν ούτως ή άλλως σε περιορισμένο κοινό.  Ανεξάρτητα όμως από το μουσικό είδος η περίπτωση που θα μας απασχολήσει νομίζω πως δεν έχει προηγούμενο, ο συντελεστής αξίας του καλλιτέχνη προς εμπορική απήχηση και αναγνώριση που εισέπραξε είναι ο υψηλότερος δυνατός.















Αναφέρομαι στους Βρετανούς Diamond Head, την καλύτερη metal μπάντα της δεκαετίας του 80. Μόνο η μεταφυσική μπορεί να εξηγήσει το γιατί δεν τα κατάφεραν. Την στιγμή που ο σκληρός ήχος επέστρεφε δυναμικά στις αρχές της δεκαετίας του '80 - μετά το αποφασιστικό πλήγμα που είχε δεχτεί από την punk αισθητική - οι Diamond Head βρίσκονταν στην κορυφή της φάλαγγας. Ο ήχος τους ήταν ένας συνδυασμός της βαριάς και ασήκωτης μουσικής των Sabbath με τον αισθησιασμό και την επικότητα των Led Zeppelin, σε ταχύτητες όμως που προανήγγειλαν τη νέα εποχή. Το μεγάλο τους ατού βέβαια ήταν ο ανεπανάληπτος τραγουδιστής τους, ο Sean Harris: κανένα από τα ομότεχνα συγκροτήματά τους δεν είχε τότε τραγουδιστή που να άξιζε να του ξεσκονίσει τα παπούτσια. Πρόκειται για φωνή που θα μπορούσε να μνημονεύεται μόνο δίπλα στις μεγάλες φωνές του βρετανικού rock: τον Robert Plant, τον Paul Rodgers, τον David Coverdale. Τέτοιο μέγεθος.


O πρώτος τους δίσκος, το μνημειώδες Lightning to the Nations, είναι απλά μια χαριστική βολή από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Όλο το metal περικλείεται εδώ: τα ιδιοφυή riff που κολλάνε στον εγκέφαλο, τα solos τα επηρεασμένα από κλασική μουσική, οι σπηνταριστοί χτυπήστε-με-σαν-το-χταπόδι-ρυθμοί, τα φωνητικά που ξεχειλίζουν εφηβική κάβλα και ενέργεια. Και όμως αυτό το αριστούργημα δεν βρέθηκε καμία εταιρεία να το κυκλοφορήσει. Οι Diamond Head το κυκλοφόρησαν μόνοι τους, χωρίς εξώφυλλο, χωρίς καν τη λίστα τραγουδιών, σε 1000 αντίτυπα. Το επόμενο LP τους κυκλοφόρησε κανονικά από την ΜCA, η οποία όμως πίεσε το συγκρότημα να νερώσει το κρασί του και να συμπεριλάβει και πιο εμπορικά κομμάτια στο δίσκο. Έτσι συνυπήρχαν εύπεπτα τραγουδάκια όπως το Call me με το απόλυτο μέταλ κομμάτι, τον ύμνο αυτό που όμοιος του ούτε ξαναγράφτηκε ούτε θα ξαναγραφτεί


Το μείγμα αυτό μπέρδεψε το κοινό τους, ο δίσκος όμως ανέβηκε στα βρετανικά charts. Ίσως είχε έρθει η στιγμή για την καταξίωση με τον τρίτο τους δίσκο το Canterbury, όμως τα προβλήματα δεν έλειψαν (η εταιρεία απέσυρε την πρώτη παρτίδα λόγω προβληματικής τύπωσης!) και ο ήχος της μπάντας είχε πια αλλάξει καθοριστικά. Λιγότερες κιθάρες, περισσότερα keyboards, prog-rock αναζητήσεις που απομάκρυναν τους πιστούς φίλους του συγκροτήματος. Οι Diamond Head διαλύθηκαν και απλά έβλεπαν μπάντες με ούτε το ελάχιστο από το ταλέντο τους να αποθεώνονται ή τους Metallica να λεηλατούν - διασκευάζοντας ή ληστεύοντας - τις συνθέσεις τους. (θα γράψω και για αυτούς κάποτε, ίσως με τίτλο "η πιο ευνοημένη μπάντα στην ιστορία της μουσικής"). Αδικία; Σίγουρα. Όμως ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη;


ΥΓ περιμένουμε στα σχόλια τις προτάσεις σας για άλλες ανάλογες περιπτώσεις σε οποιοδήποτε μουσικό είδος

Enzian

Blitzkrieg!


Όχι, δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτούς εδώ (τους αφήνω στον Enzian):


Στον απόηχο της εξαιρετικής συναυλίας του ζοφερού Μάρκου Λάνεγκαν, να ρίξουμε τρία γρήγορα χτυπήματα με χαρακτηριστική αυθαιρεσία:


Πρώτον, διαφημίσεις δεν κάνουμε, αλλά οι προσεχείς εμφανίσεις του David Murray με τον John Betsch και τον Jaribu Shahid στην Αθήνα αξίζουν μια εξαίρεση. Ο τρίτος έπαιξε  μπάσο, μεταξύ δεκάδων άλλων ηχογραφήσεων, με τους υπέροχους Griot Galaxy (επιφυλάσσομαι) και την Arkestra του Sun Ra. Τα ντραμς του δεύτερου έχουν ηχογραφηθεί στην θρυλική Strata East, αλλά και με τους Archie Shepp, Dollar Brand, Steve Lacy, Mal Waldron, Horace Tapscott… Το σαξόφωνο του πρώτου, τέλος, δεν θα έπρεπε να χρειάζεται συστάσεις: από το 1976 και μετά είναι μια από τις πιο συνεπείς παρουσίες στις αχανείς εκτάσεις ελευθερίας και δημιουργίας που έδειξε ο Coltrane… μεγάλες προσδοκίες για τη επόμενη εβδομάδα.


Δεύτερο, από μια αρρυθμία στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, τα cd της el capitan του αλήστου μνήμης κ. Γιαννίκου διατίθενται προς 1,46 Ευρώ και αποτελούν, ως εκ τούτου, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να σαρώσει κάποιος σημαντικές ηχογραφήσεις της αφρόκρεμας της Ελληνικής τζαζ των τελευταίων 20 ετών. Σπεύσατε...


Τρίτο και καλύτερο, μια στις τόσες, στα πιο βαθιά σκοτάδια, σκάει μια λαμπρή αχτίδα που φωτίζει και ζεσταίνει και σε κάνει να χαμογελάς μόνος, φαινομενικά χωρίς λόγο. Τα ποιήματα του Jack Gilbert, τα βιβλία του Jean-Claude Izzo και του Juan Goytisolo και, φυσικά, εξαίσιες μουσικές. Όπως αυτό εδώ, από τη Γουαδελούπη, που είχα την τύχη να ακούσω (και λίγο μετά να κερδίσω σε ένα πλειστηριασμό). Η ελπίδα είναι εδώ:



Μπαφάνα - Μπαφάνα


Η τζαζ, όπως και το μπάσκετ, έχει σαφώς αμερικανική προέλευση, συγχρόνως όμως είναι απολύτως παγκοσμιοποιημένη. Η τζαζ μάλιστα, είναι και σαφώς δικαιότερη. Έτσι, σε ένα μουντιάλ της τζαζ, χώρες όπως η Πολωνία, η Ιαπωνία και η Νότια Αφρική, για να δώσουμε λίγα μόνο παραδείγματα, θα είχαν συνεχείς διακρίσεις.


Για να ξεκινήσουμε από την τελευταία, η Νότια Αφρική έχει τροφοδοτήσει την παγκόσμια μουσική με κορυφαίες μορφές, οι πιο γνωστές από τις οποίες (ο Hugh Masekela και η Miriam Makeba) πάνε πέρα από την τζαζ με τη στενή έννοια.


Η κυριολεκτικά μοναδική παραγωγή σπουδαίων μουσικών στη χώρα αυτή οφείλεται, ασφαλώς, και στο εύκολο πάντρεμα των τοπικών ρυθμών και μουσικών ιδιωμάτων με την τζαζ ρυθμολογία. 


Αυτό εξηγεί, πιθανότατα, πώς για παράδειγμα ένας μουσικός – θρύλος όπως ο Dudu Pukwana μπορούσε να κινείται με τόση άνεση σε αφρο-ροκ λεωφόρους με τους Assagai, σε afro-jazz ή και καθαρά παραδοσιακούς νότιο-αφρικάνικους τρόπους με τους Blue Notes και σε προσωπικούς τους δίσκους και σε πιο σύγχρονους / ελεύθερους jazz δρόμους με τα σχήματα του Chris McGregor και πολλά άλλα.

Οι ονοματολογίες είναι πάντα επίφοβες, ειδικά όταν πρόκειται για μια κυριολεκτικά αχανή έκταση, ωστόσο δεν μπορεί να μην αναφερθεί κανείς στον πατριάρχη Abdullah “Dollar Brand” Ibrahimτη σύζυγό του Sathima Bea Benjamin, τον υπέροχο μπασίστα Johnny “Mbizo” Dyani με την αχανή δισκογραφία (όσοι ενδιαφέρονται αξίζει να ψάξουν το βιβλίο – αφιέρωμα του Lars Rasmussen), τον ντράμερ Louis Moholo, τον αδικοχαμένο τρομπετίστα Mongezi Feza, όλα τα τρομερά παιδιά της (πολύ συλλεκτικής, μεταξύ άλλων) Sun Records, τον Gideon Nxumalo και την αδυναμία μου, τον Ndikho Xaba.


Ο Ndikho ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός και μέλος του Αφρικανικού Κογκρέσου και όπως πολλοί άλλοι αναγκάστηκε γρήγορα να αυτοεξοριστεί. Βρέθηκε στις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχικά στο Τέξας και μετά στην Καλιφόρνια. Εκεί ηχογράφησε το 1969 το αριστούργημα του, το “Ndikho Xaba And The Natives” στην παγκοσμίως άγνωστη Trilyte Records, όπου συμμετέχει μεταξύ άλλων και ο Plunky των Oneness of Juju.


Όταν με τα πολλά κατάφερα να βρω και να αγοράσω τον δίσκο αυτό (και την υπόλοιπη δισκογραφία του στη συνέχεια), απορούσα γιατί δεν έχει επανεκδοθεί ακόμη. Είναι ένα αριστουργηματικό πάντρεμα spiritual jazz και αφρικανικών ρυθμών με πολλή ψυχή και πολύ πάθος. Με τα πολλά, ο δίσκος επανεκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Matsuli Records, μια εταιρεία που μας έχει ήδη προσφέρει μια σειρά εξαιρετικών δίσκων νοτιοαφρικάνικης τζαζ, οπότε θα πρότεινα να σπεύσετε....


BLML - Panopticon - για να τα δεις όλα














Δεν μπορώ να κρύψω πως αδημονούσα να ακούσω την καινούρια δουλειά των BLML, το Panopticon. Από περιέργεια κυρίως: μετά το αριστουργηματικό τελευταίο τους the Gift τι; Που θα μπορούσαν να το πάνε; Η απάντηση είναι: μα, στο Panopticon!

Ακούστε απλά το εναρκτήριο Hungry και αναρωτηθείτε; Υπάρχει κανείς - όχι στην Ελλάδα, η Ελλάδα δεν έχει καμία δουλειά εδώ, παγκοσμίως μιλάω - που να γράφει τέτοια τραγούδια στις μέρες μας; Η εισαγωγή με το γεμάτο παραμόρφωση μπάσο και τα spooky πλήκτρα είναι απλά ιδιοφυής, το κεντρικό θέμα μια λυτρωτική μελωδία επιπέδου υψηλής συμφωνικής μουσικής και για επίλογο πάρε ένα βαρύ riff αλά Sabbath: μετά από 5 λεπτά μουσικής δεν ξέρεις καν τι σε έχει χτυπήσει και απλά ξαναβάζεις το δίσκο απ'την αρχή για να καταλάβεις τι έγινε.

Το ίδιο υψηλό επίπεδο διατηρείται σε όλο το δίσκο. Η βάση είναι πάντα οι εμπνευσμένες μελωδίες του Καρανικόλα, γιατί η μουσική δεν νοείται χωρίς αυθεντικά μουσικά θέματα που τα ακούς μέσα σου, που τα ανασύρεις από μέσα σου. Και αυτές οι μελωδίες ντύνονται με τον πιο έξυπνο και απροσδόκητο τρόπο (ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην χρήση των εγχόρδων, σε κομμάτια όπως το ΤΜ Μantra ή το Kamikaze 30). Οι εκπλήξεις δεν σταματούν πουθενά. Με κορυφαία ίσως τη φανταστική - δεν βρίσκω άλλη λέξη - διασκευή του Magic Doors των Portishead: ο Καρανικόλας ακούγεται σαν τη Beth Gibbons γαζωμένη από οπλοπολυβόλα να ξερνάει τις τελευταίες τις λέξεις!


Είναι το Panopticon καλύτερο από το Gift όπως ήδη ισχυρίζονται κάποιοι; Νομίζω πως θα αδικούσαμε το Gift αν συμφωνούσαμε. Είναι σίγουρα ο δίσκος που ολοκληρώνει το Gift, το συγκρότημα ακούγεται πιο δεμένο, η παραγωγή είναι πιο προσεγμένη, οι συνθέσεις πιο σφιχτές, πιο ακέραιες. Είναι - ακόμη πιο σίγουρα - ένας δίσκος που σπάνια, όλο και πιο σπάνια, θα ακούσουμε στις μέρες μας. Ένα αυθεντικό έργο τέχνης της rock μουσικής. Ακούστε, απολαύστε, ταξιδέψτε. Μέχρι τη μακρινή Αμερική, μέχρι την Αριζόνα.