Drummerworld


Όπως και στον αθλητισμό έτσι και στη μουσική τα μεγάλα αστέρια έχουν προ πολλού σταματήσει να υπάρχουν. Υπερπαίκτης ο Διαμαντίδης, αλλά τον βάζεις δίπλα στον Γκάλη; 40 γκολ το χρόνο βάζει ο Ρονάλντο, πιάνει μία μπροστά στον Τζορτζ Μπεστ; Υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά στις μέρες – όσο καλή μουσική και να γίνεται – η ατομική αξία έχει αφανιστεί.

Σήμερα γράφω για αυτή την ατομική αξία στα ντραμς και υποχρεωτικά πηγαίνω 30 με 40 χρόνια πίσω. Τρία μουσικά δείγματα όπου το παίξιμο των ντραμς απογειώνει το μουσικό κομμάτι, χάρις στην προσωπική ιδιοφυΐα των αντίστοιχων ντραμέρηδων.

Και ξεκινάω με τους Can και το Vitamin C. 


Πολλά σούρνουμε στους Γερμανούς τελευταία, αλλά χαλάλι τους άμα βγάζουν τέτοιες γκρουπάρες. Το κομμάτι είναι αριστούργημα ούτως ή άλλως, το παίξιμο όμως του κύριου Liebezeit είναι από άλλο πλανήτη.


Ούτε rock μπορείς να το πεις ούτε jazz, πρόκειται για προσωπικό μουσικό ιδίωμα για το οποίο θα έπρεπε να διεκδικήσει ευρεσιτεχνία. Και αφήνω στην άκρη τον πεντακάθαρο ήχο και τις συνεχείς και εντελώς απρόβλεπτες αλλαγές στο ρυθμό: αυτό που με συγκινεί πρώτιστα είναι οι εναλλαγές στο piano και το forte, στα σιγανά και στα δυνατά, στο πως καταμερίζει μέσα στο κομμάτι την ένταση του ήχου του. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ηχητικές αποχρώσεις εφάμιλλες ενός ζωγράφου, αποχρώσεις που αποτελούν το θεμέλιο της μουσικής των Can.

Και συνεχίζω με τους Police και τον ανεπανάληπτο Stewart Copeland. 


Θα μπορούσα να φανταστώ τους Police ακόμη και χωρίς τον Sting (που λέει ο λόγος) αλλά όχι χωρίς τον Copeland. Ας ακούσουμε για ακόμη μια φορά ένα κομμάτι που έχουμε ακούσει 732 φορές, το Message in a Bottle για παράδειγμα, ένα τραγούδι που το ξέρουμε απ’ έξω. Ας προσέξουμε τα τύμπανα: ξέρεις πότε θα βαρέσει το ταμπούρο; όχι. Και δεν θα το βαρέσει μόνο του, θα το βαρέσει με το πιατίνι. Και τώρα παίζει πάνω στα toms, αλλά και αυτό το είχες ξεχάσει. Ναι, τώρα θα βαρέσει το πιατίνι, το θυμάσαι αυτό, αλλά θα χτυπήσει το ride και όχι το crash που όλοι οι ντράμερ του γαλαξία μας θα χτυπούσαν. Ο άνθρωπος είναι ο μάγος του απροσδόκητου, κάθε βίδα του kit του έχει την προσωπική της αξία, κάθε χτύπημά του πάνω στα τύμπανα σημαίνει και κάτι. Και κάποιος μπορεί να πει πως υπάρχουν άφθονοι ντράμερ στη jazz που παίζουν με αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο. Συμφωνώ, αλλά κανείς τους δεν έχει ενσωματώσει αυτό το παίξιμο στις απαιτήσεις ενός ροκ ή ποπ τραγουδιού χωρίς να ακούγεται παράταιρος. Και εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του Copeland.


Και τελειώνω με John Bonham. 


Τον ξέρουμε όλοι, είναι ο κλασικός ροκ ντράμερ που παίζει δυνατότερα από όλους και παίζει τις κάλτσες του και σολάρει 10 λεπτά στο Moby Dick με απίστευτη ταχύτητα. Εγώ όμως δεν διαλέγω το Moby Dick ή το Achilles Last Stand – όπου τα «σπάει» όπως κανείς άλλος ποτέ. Διαλέγω το Kashmir, που τα τύμπανά του μπορώ να τα παίξω και εγώ (πάλι που λέει ο λόγος). Και όμως αυτή η απλότητα, αυτή η συσσωρευμένη, ανέκφραστη ένταση στο παίξιμο – που βρίσκει διέξοδο μόνο σε ελάχιστες στιγμές – προσδίδουν στο κομμάτι τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ήλιος και άμμος, η έρημος, ο άνθρωπος που διαβαίνει την έρημο – ο Bonham εκφράζει την βαθύτερη ουσία της μουσικής και των στίχων του Kashmir με το απέριττο, δωρικό παίξιμό του, την εκφράζει και την υποστηρίζει ταυτόχρονα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μετά από τόσα χρόνια βρήκα στο ίντερνετ την επιβεβαίωση του ισχυρισμού μου από τον ίδιο τον Robert Plant: «είναι αυτά που δεν έπαιξε (ο Βonham) που έκαναν το τραγούδι να λειτουργήσει».


Διάλεξα να παρουσιάσω τρεις πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ντράμερ, που ωστόσο μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό: πως αν τα κρουστά παράγουν ήχο και αν η μουσική είναι ήχος τότε τα κρουστά μπορούν να παράγουν μουσική. Απεριόριστο respect και στους τρεις.

2 σχόλια:

  1. Βλέπεις ποστ για drums, κάνεις search με keyword "Keith Moon", βλέπεις ότι δεν αναφέρεται, προχωράς παρακάτω χωρίς να μπεις στον κόπο να το διαβάσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή