Enzian's list


Tα καλύτερα μου για το 2011:
10. Lou Reed and Metallica – Lulu. Γιατί όταν σε 20 χρόνια θα ανακαλυφθεί αυτό το «χαμένο αριστούργημα» μόνο εγώ θα το έχω στις λίστες μου.
9. Real Estate – Days. Γιατί το φθινόπωρο μπορεί να είναι ένα παρατεταμένο καλοκαίρι παρά μια εισαγωγή στο χειμώνα.
8. Shakey Graves – Roll the Bones. Γιατί ο τύπος είναι από το Austin. Και ο δίσκος του είναι ό,τι πιο αυθεντικό άκουσα φέτος.
7. Fleet Foxes – Helplessness Blues. Γιατί ανταπεξήλθαν στις τεράστιες προσδοκίες χωρίς να ακολουθήσουν την πεπατημένη.
6. Radiohead – King of Limbs. Γιατί είναι ο καλύτερος δίσκος τους εδώ και μια δεκαετία. Απλά πράγματα.
5. Kurt Vile – Smoke Ring for my Hallo. Γιατί ανεβαίνει τα σκαλοπάτια δέκα-δέκα. Γιατί η φωνή του είναι μοναδική. Γιατί είναι μαλλιάς – πρωτίστως.
4. Girls – Father, Son, Holy Ghost. Γιατί συνδυάζουν εξυπνάδα και ευαισθησία. Γιατί αξιοποιούν την πιο πλούσια δεκαετία του ροκ, τα 70’ς. Γιατί γράφουν ερωτικά τραγούδια με τίτλο Vomit.

και πάμε στο βαρύ πυροβολικό, ισοβαθμία ουσιαστικά:

3. Bill Callahan – Apocalypse. Γιατί – επιτέλους – είναι ο σημαντικότερος singer/songwriter της τελευταίας 15ετίας. Ό,τι λένε οι λέξεις – και singer και songwriter.
2. P.J. Harvey – Let England Shake. Γιατί επανιδρύει τον εαυτό της στα γεράματα. Γιατί δεν έχει σταματήσει να μας εκπλήσσει. Γιατί είναι ΘΕΑ.
1. Bon Iver – Bon Iver. Γιατί σε μια εποχής ρηχότητας επιλέγει το βάθος. Γιατί σε μια εποχή ταχύτητας σε υποχρεώνει να σταθείς και να ακούσεις. Γιατί τολμάει – οι πιο ριψοκίνδυνες και ευρηματικές ενορχηστρώσεις σε φετινό δίσκο.



Έμειναν έξω, όχι απαραίτητα δίκαια, οι: Anne Calvi, Richmond Fontaine, Atlas Sound, Battles, Fergus and Geronimo, Dirty Beaches, Dodos, Crystal Stilts, Iron and Wine, Moon Duo, White Denim.


καλό 201
2

Real Estate - Days (2011)


Πότε πρόλαβαν οι Real Estate να εξελιχθούν σε αρχετυπικό indie συγκρότημα δεν ξέρω. Αλλά είναι όλα εδώ: το nerdy ίματζ, τα ψιθυριστά φωνητικά, οι απαλές κιθάρες χωρίς παραμόρφωση, οι νοσταλγικοί στίχοι. Τους ακούς και σκέφτεσαι πως σίγουρα είναι το καινούριο αγαπημένο συγκρότημα του Wes Anderson.


Ο δεύτερος δίσκος τους Days δεν έχει τις μεγάλες στιγμές του ντεμπούτου τους, και αυτό μπορεί να ξενίσει τους φίλους τους – δεν παίζει Beach Comber. Ακούγεται όμως απνευστί και εθιστικά, σαν μια ενιαία πρόταση σταθερά υψηλής ποιότητας, σαν ένα κομμάτι φθινοπωρινής μελαγχολίας που μυρίζει αρμύρα, τώρα που το καλοκαίρι τελείωσε και περπατάμε στην αμμουδιά τυλιγμένοι με τα μπουφάν μας και ο παγερός χειμώνας δεν θα αργήσει – τα μπλουζ του New Jersey.


Ίσως και οι Real Estate να γίνονται δέσμιοι της μουσικής τους πρότασης και το αποτέλεσμα να ακούγεται κάποιες φορές επίπεδο. Από την άλλη, έχουν μια μουσική πρόταση, απόλυτα διακριτή και ιδιόμορφη: είναι κυρίως οι κιθάρες του Ducktails που την εκφράζουν, αναγνωρίσιμες στο δευτερόλεπτο. Όχι μικρό επίτευγμα σε μια εποχή και σε ένα μουσικό όργανο όπου έχουν ήδη παιχτεί όλα.


Και στην τελική κατεβάζεις το παράθυρο του αυτοκινήτου, τυλιγμένος με το μπουφάν σου, και προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως είναι ακόμη καλοκαίρι. Και ξαναβάζεις το Days από την αρχή. Και κατευθύνεσαι προς τη θάλασσα – τα μπλουζ της Αθήνας. Είναι μικρός ο κόσμος μας.

Drummerworld


Όπως και στον αθλητισμό έτσι και στη μουσική τα μεγάλα αστέρια έχουν προ πολλού σταματήσει να υπάρχουν. Υπερπαίκτης ο Διαμαντίδης, αλλά τον βάζεις δίπλα στον Γκάλη; 40 γκολ το χρόνο βάζει ο Ρονάλντο, πιάνει μία μπροστά στον Τζορτζ Μπεστ; Υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά στις μέρες – όσο καλή μουσική και να γίνεται – η ατομική αξία έχει αφανιστεί.

Σήμερα γράφω για αυτή την ατομική αξία στα ντραμς και υποχρεωτικά πηγαίνω 30 με 40 χρόνια πίσω. Τρία μουσικά δείγματα όπου το παίξιμο των ντραμς απογειώνει το μουσικό κομμάτι, χάρις στην προσωπική ιδιοφυΐα των αντίστοιχων ντραμέρηδων.

Και ξεκινάω με τους Can και το Vitamin C. 


Πολλά σούρνουμε στους Γερμανούς τελευταία, αλλά χαλάλι τους άμα βγάζουν τέτοιες γκρουπάρες. Το κομμάτι είναι αριστούργημα ούτως ή άλλως, το παίξιμο όμως του κύριου Liebezeit είναι από άλλο πλανήτη.


Ούτε rock μπορείς να το πεις ούτε jazz, πρόκειται για προσωπικό μουσικό ιδίωμα για το οποίο θα έπρεπε να διεκδικήσει ευρεσιτεχνία. Και αφήνω στην άκρη τον πεντακάθαρο ήχο και τις συνεχείς και εντελώς απρόβλεπτες αλλαγές στο ρυθμό: αυτό που με συγκινεί πρώτιστα είναι οι εναλλαγές στο piano και το forte, στα σιγανά και στα δυνατά, στο πως καταμερίζει μέσα στο κομμάτι την ένταση του ήχου του. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ηχητικές αποχρώσεις εφάμιλλες ενός ζωγράφου, αποχρώσεις που αποτελούν το θεμέλιο της μουσικής των Can.

Και συνεχίζω με τους Police και τον ανεπανάληπτο Stewart Copeland. 


Θα μπορούσα να φανταστώ τους Police ακόμη και χωρίς τον Sting (που λέει ο λόγος) αλλά όχι χωρίς τον Copeland. Ας ακούσουμε για ακόμη μια φορά ένα κομμάτι που έχουμε ακούσει 732 φορές, το Message in a Bottle για παράδειγμα, ένα τραγούδι που το ξέρουμε απ’ έξω. Ας προσέξουμε τα τύμπανα: ξέρεις πότε θα βαρέσει το ταμπούρο; όχι. Και δεν θα το βαρέσει μόνο του, θα το βαρέσει με το πιατίνι. Και τώρα παίζει πάνω στα toms, αλλά και αυτό το είχες ξεχάσει. Ναι, τώρα θα βαρέσει το πιατίνι, το θυμάσαι αυτό, αλλά θα χτυπήσει το ride και όχι το crash που όλοι οι ντράμερ του γαλαξία μας θα χτυπούσαν. Ο άνθρωπος είναι ο μάγος του απροσδόκητου, κάθε βίδα του kit του έχει την προσωπική της αξία, κάθε χτύπημά του πάνω στα τύμπανα σημαίνει και κάτι. Και κάποιος μπορεί να πει πως υπάρχουν άφθονοι ντράμερ στη jazz που παίζουν με αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο. Συμφωνώ, αλλά κανείς τους δεν έχει ενσωματώσει αυτό το παίξιμο στις απαιτήσεις ενός ροκ ή ποπ τραγουδιού χωρίς να ακούγεται παράταιρος. Και εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του Copeland.


Και τελειώνω με John Bonham. 


Τον ξέρουμε όλοι, είναι ο κλασικός ροκ ντράμερ που παίζει δυνατότερα από όλους και παίζει τις κάλτσες του και σολάρει 10 λεπτά στο Moby Dick με απίστευτη ταχύτητα. Εγώ όμως δεν διαλέγω το Moby Dick ή το Achilles Last Stand – όπου τα «σπάει» όπως κανείς άλλος ποτέ. Διαλέγω το Kashmir, που τα τύμπανά του μπορώ να τα παίξω και εγώ (πάλι που λέει ο λόγος). Και όμως αυτή η απλότητα, αυτή η συσσωρευμένη, ανέκφραστη ένταση στο παίξιμο – που βρίσκει διέξοδο μόνο σε ελάχιστες στιγμές – προσδίδουν στο κομμάτι τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ήλιος και άμμος, η έρημος, ο άνθρωπος που διαβαίνει την έρημο – ο Bonham εκφράζει την βαθύτερη ουσία της μουσικής και των στίχων του Kashmir με το απέριττο, δωρικό παίξιμό του, την εκφράζει και την υποστηρίζει ταυτόχρονα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μετά από τόσα χρόνια βρήκα στο ίντερνετ την επιβεβαίωση του ισχυρισμού μου από τον ίδιο τον Robert Plant: «είναι αυτά που δεν έπαιξε (ο Βonham) που έκαναν το τραγούδι να λειτουργήσει».


Διάλεξα να παρουσιάσω τρεις πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ντράμερ, που ωστόσο μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό: πως αν τα κρουστά παράγουν ήχο και αν η μουσική είναι ήχος τότε τα κρουστά μπορούν να παράγουν μουσική. Απεριόριστο respect και στους τρεις.

Supertramp - School (Crime of the Century, 1974)


Κάποιες φορές στην τέχνη – μάλλον στο διάολο η τέχνη, στην δημιουργική έκφραση θέλω να πω – συνεργάζονται όλα για να αποδώσουν την τελειότητα. Μας αρέσει να αποδίδουμε το αποτέλεσμα στη διάνοια εξαιρετικών, υπερανθρώπινων οντοτήτων. Στην πραγματικότητα πολλά συμβαίνουν ερήμην του δημιουργού. Ανοικτότητα χρειάζεται – να ακούσεις την μουσική που ήδη υπάρχει, να την ανακαλύψεις. Και αποφασιστικότητα. Και πάθος – κάτι που τέλος πάντων ζεσταίνει την περιοχή ανάμεσα στη λεκάνη και το στήθος.

Άκουσα πρόσφατα τυχαία στο ραδιόφωνο το School των Supertramp – δύο φορές σε 3 μέρες. Δεν τους έχω και σε καμία τεράστια υπόληψη. Έχουν έναν εκπληκτικό πρώτο δίσκο, εντελώς παραγνωρισμένο, από τα διαμάντια του βορειοαμερικάνικου progressive rock των 70’ς. Σιγά-σιγά ακολούθησαν και αυτοί την μοίρα των συνοιδοπόρων τους – Kansas, Journey, Styx κλπ – και απορροφήθηκαν ολοκληρωτικά από τις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και του mainstream. Υπάρχουν όμως διάσπαρτες στιγμές στη δισκογραφία τους που απορείς από πού μπορεί να έχει έρθει τόση έμπνευση.


  
Πόσα αμέτρητα rock’n’roll τραγούδια για γκόμενες, για κραιπάλες, για βία, για χαμένους έρωτες. Και πόσα ελάχιστα για την παιδική ηλικία. Και είναι τόση η δύναμη της παιδικής ψυχής που κοιμάται μέσα σε όλους μας, που αυτή η δύναμη νομίζω πως επέτρεψε στο θαύμα της τελειότητας να συμβεί. 


Γιατί ακούς τη μοναχική φυσαρμόνικα στην αρχή του School και σε χτυπάει κατευθείαν στο στήθος. Και έρχονται με τον ήχο της όλες οι ατελείωτες ώρες που περνούσες σαν παιδί μόνος σου σε κάποιο δωμάτιο, όλη η μοναξιά του παιδιού, είχες δεν είχες αδέρφια. Και ακούς τις στριγγλιές των παιδιών που παίζουν έξω. Και είσαι full of doubt.


Θέλεις να παίξεις και δεν σε αφήνουν. Και έρχεται το πιάνο στη μέση του τραγουδιού και χορεύεις μόνος σου στο δωμάτιο. Και δεν ξέρεις αν είσαι υπέρμετρα χαρούμενος ή υπέρμετρα λυπημένος. Γιατί είσαι και τα δύο, γιατί μπορείς να είσαι και τα δύο, και η μουσική στο επιβεβαιώνει αυτό. Το ξέρεις μέσα σου και η μουσική σου το θυμίζει.


Το School ανοίγει τον τρίτο δίσκο των Supertramp, Crime of the Century. Eίναι ένας πραγματικά πολύ καλός δίσκος, ούτε μια στιγμή του όμως δεν πλησιάζει το μεγαλείο του School. Η παιδική ψυχή μίλησε εκεί. Αλλά αρκεί μια φορά να μιλήσει και επιτέλους να ακουστεί για να αλλάξουν όλα.



Guest Mixtape by Bad Spencer


We proudly present @The_Spenc aka Dj Bad Spencer from Yid!!Sid!!

R.I.P.: Jackie Leven (1950 - 2011)

Κανονικά, αυτό θα ήταν το δεύτερο post στην ενότητα των φίλων και θα αφορούσε τη φιλία του Jackie Leven με τον Ian Rankin και το σχετικό cd. Κανονικά, θα μιλούσα για ένα γνήσιο ροκά που ξέρει να επιβιώνει από πολύ δύσκολες καταστάσεις (ηρωίνη και μια απόπειρα στραγγαλισμού που τον άφησε χωρίς φωνή για δυο χρόνια...) και έχει βγάλει πάνω από είκοσι κατά βάση εξαιρετικούς δίσκους (ως Jackie Leven και ως Sir Vincent Lone) μετά τη διάλυση του συγκροτήματός του (των Doll By Doll, χωριστό και σημαντικό κεφάλαιο στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε).


Κανονικά... αλλά μας πρόλαβε και πέθανε προχθές από καρκίνο στα πνευμόνια. Μισός Ιρλανδός και μισός τσιγγάνος στην καταγωγή, βέρος Σκωτσέζος στην καρδιά (σ’ αυτό υπάρχει αντιστοιχία με τον τεράστιο και επίσης μακαρίτη Lynott), μεγάλωσε δύσκολα στο βασίλειο του Fife (λίγο έξω από το Εδιμβούργο, πατρίδα του Ian Rankin και του ήρωά του John Rebus) και έβγαλε τον πρώτο δίσκο του (“Control”) ως John St Field το 1975. Το 1977 έφτιαξε τους Doll By Doll, μια υπέροχη μπάντα εκτός τόπου και χρόνου για την εποχή εκείνη όπου οι ευαισθησίες και τα ψυχεδελικά ακούσματα δεν ήταν προσόν. Διαλύθηκαν το 1982 μετά από τέσσερις δίσκους και ουσιαστικά επέστρεψε στη μουσική μετά από πολλές περιπέτειες το 1994, οπότε και ξεκίνησε να ηχογραφεί στην Cooking Vinyl. Είχε εξαιρετικούς όσο και πολύ ιδιαίτερους στίχους στα τραγούδια του και τίτλους που θα ζήλευε και ο Roy Harper, όπως τα «Sexual Loneliness Of Jesus Christ» και «Standing In Another Man’s Rain». 


Ακολουθούν μερικά βίντεο από το Youtube με την υπόσχεση να επιστρέψω:


















Όπως είπε και ο ίδιος, the mystery of love is greater than the mystery of death.

Friends #1: Steve Wynn and George Pelecanos (2006)


Οι κυβερνήσεις πέφτουν, μα η φιλία μένει. Μικρή παράφραση, μεγάλη αλήθεια. Οι φίλοι αποκαλύπτουν πρώτα απ’ όλα τους εαυτούς μας σε εμάς τους ίδιους. Κι όταν τα βήματά μας στην άμμο μπλέκονται και γίνονται αξεδιάλυτα, όταν ανακαλύπτουμε εκλεκτικές (και μη προφανείς) συγγένειες, φωτιζόμαστε εντός, και πάμε και λίγο παραπέρα.
Μια μικρή εισαγωγή για ένα μεγάλο θέμα. Σ’ αυτό και σε κάποια επόμενα posts θα προσπαθήσω να δείξω μερικά παραδείγματα.
Τα τραγούδια του Steve Wynn μετά τους Dream Syndicate ήταν ούτως ή άλλως noir ιστορίες βουτηγμένες στις πιο καλές παραδόσεις της αμερικανικής μουσικής, ενώ ο George Pelecanos ήταν γνωστός σε όποιον ασχολείται με την αστυνομική λογοτεχνία πριν ο ίδιος περάσει (και) στην τηλεόραση με το Wire και το Trane.


Ο Steve και ο George ήταν ήδη φίλοι όταν ο Pelecanos έγραψε τους στίχους για το «Cindy It Was Always You», ένα από τα πιο ωραία κομμάτια του «...Tick  …Tick …Tick» (2005) του WynnΛίγο καιρό μετά, το 2006, ο Pelecanos έβγαζε άλλο ένα εξαιρετικό βιβλίο του, το «Night Gardener», οπότε ο Wynn ανταπέδωσε τη «χάρη», αυτοσχεδιάζοντας στην κιθάρα του ενώ ο Pelecanos διάβαζε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο. Τα δυο κομμάτια αυτά, μαζί με το Freak Star από τον ίδιο δίσκο κυκλοφόρησαν το 2006 σε ένα cd που βγήκε σε περιορισμένα (2000) αντίτυπα για να προωθήσει, υποτίθεται, το βιβλίο.


Kurt Vile CDRs #3 - 4 Songs From Drama Syn (2005)


Χαθήκαμε... Τέλος πάντων, αρκετά με τα κουρέματα, ας μιλήσουν και οι μαλλιάδες: Άλλο ένα σπιτικό cdr από τον κύριο Kurt Vile, με τους τίτλους γραμμένους με μαρκαδόρο πάνω σε εξώφυλλο του trial & error που του είχε ξεμείνει και  αυτοσχέδιες ζωγραφιές στο δισκάκι.


Τα τρία από τα τέσσερα κομμάτια που έχουμε εδώ βγήκαν τελικά στο Childish Prodigy το 2009, ενώ απ’ έξω έμεινε το kraut, χαρακτηριστικό για τα ακούσματα και τις αναζητήσεις του. Κιθάρα, αγάπη και μαλλιά.


Wilco - The Whole Love (2011)


Το γιατί οι Wilco δεν έχουν καθόλου κοινό στην Ελλάδα δεν το έχω καταλάβει (στην Αμερική είναι και εμπορικά τεράστιοι). Μάλλον φταίει η γενικευμένη απέχθεια του Έλληνα προς την country μουσική ή προς οτιδήποτε δανείζεται στοιχεία από εκεί. Για μένα οι Wilco είναι ένα από τα πολύ ελάχιστα συγκροτήματα της τελευταίας 15ετίας που θα μείνουν στην ιστορία της μουσικής - και για την ποιότητα της γραφής τους και για την διάρκειά τους και για την πρωτοποριακότητα τους: οι Wilco επανασπροσδιόρισαν την americana, παντρεύοντας την blues/country παράδοση με ήχους art-rock, kraut και ψυχεδέλειας, ένας συνδυασμός μοναδικός.



Δυστυχώς όμως το τελευταίο τους LP είναι η πρώτη τους αστοχία εδώ και πολλά χρόνια. Δεν μπορώ να εντοπίσω εύκολα το γιατί: και στην σωστή κατεύθυνση κινείται – μακριά από τo mainstream του προηγούμενου ομώνυμου δίσκου τους – και τα κομμάτια καλά είναι και το παίξιμο και οι ενορχηστρώσεις άψογα όπως πάντα. Κάτι όμως λείπει, είναι η φρεσκάδα που έχουν σε όλες τις προηγούμενες δουλειές τους, το απρόβλεπτο, πολλά από τα τραγούδια ακούγονται σαν αναμασήματα από προηγούμενες δουλειές τους. Αν ακούσει κάποιος καθαρά μουσικά το δίσκο, δεν χωράει αμφιβολία, όλα είναι στη θέση τους. Αλλά από τους Wilco περιμένει κανείς περισσότερα – οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει αυτές τις υψηλές απαιτήσεις για τη μουσική τους.

Εξαιρώ το πρώτο (Art of Almost) και το τελευταίο (Οne Sunday Morning) κομμάτι. Τα ακούς αυτά τα δυο και καταλαβαίνεις αμέσως πόσο μεγάλη μπάντα είναι. Αλλά δυστυχώς στο The Whole Love αντι για το Art of Almost μας προέκυψε το Almost an Art.




A Slowly Night Call



Night Call List
1. Alex / Low Sea
2. Hands in the Dark / Chromatics 
3. Poem For A Nuclear Romance / Anne Clark
4. Instrumental / Balacade
5. A Real Hero (feat. Electric Youth) / College
6. Cuckoo / Still Corners
7. Transdance / Nightmoves
8. The Messenger  (Original Tempo GW Ruff Re-Edit) / OMD vs Greg Wilson
9. Looking for Love / Maethelvin
10. Beautiful Object / Glass Candy
11. Don't Call / Desire
12. Rad Racer (Live in San Francisco) / Work Drugs
13. Rolling in the Deep (Adele Cover) / Work Drugs
14. I Don't Want To Sing These Songs Anymore! / My Wet Calvin
15. Nightcall / Kavinsky


Kurt Vile CDRs #2: 9 Home Recordings (2004)


Σεμνά και ταπεινά (μπρρρρ...). Αξίζει να προσέξει κανείς πώς ξεκίνησαν τα Freeway In Mind και Blackberry σε αυτές τις σπιτικές ηχογραφήσεις και πώς κατέληξαν ως Freeway στο Constant Hitmaker το 2008 και Blackberry Song στο Childish Prodigy το 2009 αντίστοιχα.



Girls - Father, Son, Holy Ghost (2011)





Μα καλά δεν υποτίθεται πως το indie-rock σνομπάρει το κλασικό 70’s rock; Δεν κράζουν τα χιπστεράκια ανηλεώς στο twitter συγκροτήματα όπως οι Deep Purple (χωρίς ποτέ να τα έχουν στα αλήθεια ακούσει); Τότε, τι είναι τούτη η φανταστική κομματάρα: με τις τριπλές και τετραπλές κιθάρες, το ατσάλινο riff, το έξαλλο σόλο, τον επίλογο με τα φλάουτα;

Ναι, ο καινούριος δίσκος των Girls είναι. Διατηρώντας τον ήχο που τους έχει ήδη καθιερώσει – εμπορικά και καλλιτεχνικά – αναμετρώνται με μουσικές νόρμες που μοιάζουν εδώ και δεκαετίες εξαντλημένες. Το αποτέλεσμα είναι μοναδικό: ας ακούσει κανείς το Vomit (βγαλμένο λες απ’ ευθείας από το Dark Side of the Moon), το Forgiveness, το Love Like a River. Τίποτα που δεν έχουμε ξανακούσει, αλλά δοσμένο με αγνό συναίσθημα, με τόλμη, με την τόλμη του αγνού συναισθήματος.

Και όπου υπάρχει ταλέντο και τόλμη (ή μήπως αυτά τα δύο πάνε πακέτο;) υπάρχει πάντα και όμορφη μουσική...(εμένα πάντως το Die μου θύμισε Budgie, αλλά για αυτούς κάποια άλλη φορά).



Enzian

The Clientele – Suburban Light (2000)


Από την υπογραφή του (ηγεμονικού) συμβολαίου μου με τον όμιλο Focanegra περίμενα την πρώτη φθινοπωρινή βροχή για να ποστάρω αυτόν τον πολυαγαπημένο δίσκο από ένα πραγματικά σπουδαίο συγκρότημα. Είναι Άγγλοι, αλλά άρεσαν περισσότερο στην Αμερική. Είναι lo-fi, είναι pop, 60's nostalgia, είναι ό,τι θέλετε. Σε έναν δίκαιο κόσμο (δεν είναι) οι δίσκοι των Clientele θα παίζονταν στο μετρό και θα μοιράζονταν στα σχολεία ή έστω από τις εφημερίδες (dream on). Τέλος πάντων, το Suburban Light είναι η πρώτη μακράς διαρκείας κυκλοφορία τους και συγκεντρώνει παλιότερες, δυσεύρετες δουλειές τους. Στη συνέχεια «καθάρισαν» λίγο τον ήχο τους, ασχολήθηκαν και με άλλα πράγματα (π.χ. τους Amor de Dias), αλλά παρέμειναν εξαιρετικοί. Μια γλυκιά μελαγχολία (όχι κατάθλιψη) που είναι ό,τι πρέπει για σούρουπο ή βράδυ, με βροχή ή έστω συννεφιά.  Άντε, πάρτε και το Saturday από το “A Fading Summer” EP, επίσης του 2000.
ipchrist

Evangelista – Animal Tongue (Constellation Records, 2011)


Όχι δεν πρόκειται για την Linda (you wish…). Η Carla Bozulich ηχογραφεί με το συγκρότημά της στην Constellation (όπως και οι Godspeed, Silver Mt. Zion, Do Make Say Think, Land of Kush, Vic Chesnutt και, πλέον, και οι Tindersticks) και αυτό από μόνο του είναι ή θα έπρεπε να είναι εγγύηση. Αυτός είναι ο τέταρτος δίσκος της και είναι ένας δίσκος με πολύ μεγάλη συναισθηματική ένταση (στη μουσική, τη φωνή, τους στίχους), εξαιρετικές ενορχηστρώσεις και μια ατμόσφαιρα που γίνεται ορισμένες φορές δυσ-οίωνη (Black Jesus”) έως και δυσ-άρεστη (“Die Alone”). Μουσική για συγκεκριμένες ώρες και ανθρώπους ίσως, σίγουρα όμως μουσική σημαντική και σημαίνουσα όμως που αξίζει να ακουστεί.

http://youtu.be/DtWlnwZqNnc

Green Grass



 Κάθε φορά που ακούω Τομ Γουέϊτς ψάχνω ν’ανάψω ενα τσιγάρο. Μπορεί να μην είμαι συστηματικός καπνιστής, αλλά με το που ακούω την βραχνάδα της φωνής του, θέλω να γεμίσει το βλέμμα μου με καπνό.


 Με πιάνω να υποδύομαι χαρακτήρα από βιβλίο του Μπουκόφσκι και μεταφέρομαι τηλεπαθητικά σε εκείνο το μπαράκι που το δείχνει ακόμα και ο Κολοκοτρώνης, ανεβασμένος πάνω στο άλογο του με προτεταμένο το χέρι δείχνοντας μια στοά απέναντι...

 Δεν μπορώ να διαλέξω με σιγουριά ποιο είναι το αγαπημένο μου κομμάτι από τον Τομ Γουέϊτς, αλλά σε όποιο τραγούδι του έχει παίξει κιθάρα ο Μαρκ Ρίμποτ το επίπεδο ανεβαίνει έναν όροφο.

Υ.Γ Η Cibelle με αυτή την διασκευή αλλά και με το υπέροχο βίντεο κλίπ, έκανε το κομμάτι δικό της.

Υ.Γ 2 Κάποτε μου είχαν πει: "Ποτέ μην αφήσεις γυναίκα που γουστάρει Τομ Γουέϊτς".

Kurt Vile CDRs #1 - 3 new hits (2005)


Kurt Vile CDRs #1: 3 new hits (2005)

Ο Kurt Vile ήταν για πολλούς (τρόπος του λέγειν: για μένα και τους φίλους μου σίγουρα) από τις απολαύσεις του φετινού Primavera. Δεν το λες έκπληξη, γιατί οι δίσκοι του ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ καλοί, σίγουρα όμως ήταν επιβεβαίωση. Όταν βλέπεις και πόσο νέος (και baby-face) είναι, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι έχει τόσο μέλλον μπροστά του.

Η έκπληξη, λοιπόν, είναι ότι έχει και τόσο παρελθόν πίσω του. Μέσα από τη Βαβυλώνα του ebayήρθαν στα χέρια μου μερικά σπιτικά και με συγκινητικό τρόπο χειροποίητα (και κατά τα φαινόμενα αρκετά σπάνια) CDR του νεαρού κ. Vile από το 2004 – 2006 (στο δημοτικό ήταν;). Θα προσπαθήσω να τα ανεβάσω στις επόμενες εβδομάδες. Στα δικά μου αυτιά, τουλάχιστον, το ταλέντο του φαίνεται και με το παραπάνω.

Enjoy!



ipchrist