Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που αναρωτιέσαι πως αντέχουν τον εαυτό τους: με άφθονο ναρκισσισμό ίσως, με πολλά ναρκωτικά, με αμέτρητες εναλλαγές συντρόφων. Η καθημερινότητά τους. Άλλοι απανθρακώνονται μέσα στις φλόγες και άλλοι αφήνουν τη φωτιά να περάσει από μέσα τους, επιστρέφοντάς την μέσα στον κόσμο. Όχι χωρίς κόστος.

Για τον Miles Davis ότι και να ειπωθεί είναι εξ’αρχής λίγο, ελάχιστο. Και δεν προτίθεμαι να μιλήσω για τη σημασία του για την μουσική, την τέχνη καλύτερα, του 20ου αιώνα. Ακούω μονάχα τις δουλειές του από την πενταετία 1970-75 και αναρωτιέμαι ποια σκοτεινή και απόκοσμη οντότητα μπορεί να τον είχε επισκεφτεί ή κατοικήσει.





Πενηντάρης, έχοντας ήδη γράψει τα μεγάλα του αριστουργήματα – από το Birth of the Cool στο Milestones, από το Kind of Blue στο Bitches Brew – δεν υπάρχει πια κορυφή που να μην έχει κατακτηθεί. Και έτσι αφήνεται στις μεγάλες πνοές που συγκλονίζουν τα θεμέλια της ύπαρξης – είναι η επιστροφή στο χώμα, στην μητέρα Αφρική, στη Ζούγκλα. Το παίξιμό του δεν χαρακτηρίζεται από πάθος αλλά από μένος – κάτι που δεν μπορεί να χωρέσει στον πολιτισμό μας και τις αστείες συμβάσεις του.

Χαρακτηριστικό είναι το solo του στο What I say από το Live Evil του 1971 (αρχίζει στο 3 λεπτό περίπου για τους πιο βιαστικούς). Η ένταση ξεπερνά τα όρια του σώματος – νομίζεις πως αν συνεχίζει να παίζει έτσι θα αρχίσουν να ξεκολλάνε κομμάτια σάρκας από πάνω του. Οι υπόλοιποι μουσικοί συμπαρασύρονται και αυτοί από το ξέφρενο όργιο του Αρχηγού και προσφέρουν ως θυσία ότι πιο βαθύ και αληθινό έχουν. Το αποτέλεσμα είναι μία από τις δυνατότερες ζωντανές ηχογραφήσεις όλων των εποχών – ανεξαρτήτως είδους μουσικής.





Δεν ήταν απλά μια τυχαία βραδιά. Ας ακούσει κανείς τις άλλες ζωντανές ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου ή τα αριστουργηματικά A Tribute to Jack Johnson, On the Corner κλπ. Ο Miles φυσάει την τρομπέτα του με την ίδια ένταση συνεχώς. Ακατάπαυστος, ακατάβλητος, ένκαβλος. Το ανοικτό σώμα προσκαλεί και υποδέχεται την φωτιά που κατακαίει τα σύμπαντα. Με οποιοδήποτε κόστος.


Planet Caravan


Αν ήμουν καθηγητής μαθηματικών, θα ξεκινούσα κάπως έτσι:

Geezer Butler + Ozzy Osbourne + Leslie Speaker = Planet Caravan

Planet Caravan + 7 (ακόμη τραγούδια) = Paranoid = Metal

 Δεν θα πιάσω  να αναλύσω το άλμπουμ, όχι μόνο επειδή το έχουν αναλάβει ήδη τα τζιμάνια του Rolling Stone και το έχουν συμπεριλάβει στα 500 καλύτερα όλων των εποχών, αλλά και επειδή δεν την κατέχω την metal σκηνή, παρόλου που θεωρώ τους μουσικούς της συγκεκριμένης σκηνής, τεχνικά, πολλά επίπεδα πιο πάνω από κάθε άλλης σκηνής (ίσως με εξαίρεση τους μουσικούς της τζαζ).

 Είμαι από αυτούς που στο ερώτημα – κιθαρίστας ή ντράμερ;- θα απαντούσα με την μια –ο ΝΤΡΑΜΕΡ ο ΝΤΡΑΜΕΡ- και ναι είμαι και από αυτούς που όταν ακούνε τραγούδια σε μπαρ,συναυλίες, παίζω πάντα με τις φανταστικές μου μπαγκέτες και βαράω τον ρυθμό στα σύννεφα καπνού των τσιγάρων. Έλα όμως που κάθε φορά που ακούω το Planet Caravan, φίλε μου θα έδινα τα πάντα για να το γρατζουνίσω σε μια κιθάρα.

 Για να πω και την ντροπή μου, το κομμάτι το άκουσα για πρώτη φορά από τους Pantera και πίστευα πως ήταν δικό τους, μέχρι να το ακούσω στην σειρά Late Night Tales με επιλογές των AIR.

Το παραπάνω θέμα μου έσκασε όταν είδα το παρακάτω βίντεο…

Sam Rivers R.I.P.


Με την έλευση του 2012 καιρός να διαλυθούν δύο μύθοι: πρώτον, δεν ακούω μόνο ηλεκτρικές κιθάρες (υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες το επόμενο κείμενο να είναι πάνω στα κουαρτέτα του Bela Bartok). Δεύτερον, δεν πέθαναν όλοι οι μεγάλοι της jazz σε μικρή ηλικία και από υπερβολική δόση πρέζας. Ο σαξοφωνίστας - φλαουτίστας Sammy Rivers για παράδειγμα μας άφησε στις 26 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, σε ηλικία 88 ετών. Όχι από ναρκωτικά. Και ήταν ένας από τους μεγάλους.


Ο Rivers υπήρξε καταλύτης στη διαμόρφωση του ιδιώματος της free jazz, όντας από τους πρώτους jazzmen που έσπρωξαν τους παραδοσιακούς κανόνες της jazz στα όρια τους. Χωρίς ωστόσο να τους καταργεί. Χωρίς να εκτρέπεται στο χάος. Διατηρώντας το μέτρο, την αρμονία. Το αποτέλεσμα ακούγεται κάπως έτσι: μελίρρυτος κακοφωνία.


Αλλά βέβαια στην jazz δεν αρκούν μόνο οι προθέσεις, τα μεγαλόπνοα σχέδια, οι εμπνεύσεις. Η jazz δεν είναι μουσική που γράφεται στο χαρτί, αλλά μουσική που παίζεται, που βιώνεται, μουσική-βίωμα. Ο Rivers είχε την τύχη να παίζει με τους καλύτερους (Hubbard, R. Carter, J. Byard, Hancock, T. Williams κ.λπ., κ.λπ.). Και ήταν και ο ίδιος ένας από τους καλύτερους, φυσώντας τα πνευστά του με τρόπο μοναδικό και αναγνωρίσιμο, με πάθος και με μέτρο. Ας τον ακούσουμε στο αριστουργηματικό Catta του Bobby Hutcherson: το σόλο του ανοιγοκλείνει σαν βεντάλια – μια έξω με ορμή στη φούρια της ζωής – μια μέσα με ευαισθησία στο κέντρο της σιωπής. Όχι τόσο εντυπωσιακό όσο το ξεσάλωμα του Hubbard στην τρομπέτα που ακολουθεί αλλά εξίσου όμορφο και αποτελεσματικό.


Και αν τα φιλαράκια του Sam Rivers στον ουρανό μπορεί να τον επιπλήττουν που άργησε τόσο να τους συναντήσει, νομίζω πως δικαιούται να τους απαντήσει πως εκείνοι ήταν που έφυγαν τόσο πολύ νωρίς.

Michael Kiwanuka


Ολα ξεκίνησαν την στιγμή που μπούκαρα με φόρα στο αγαπημένο μου δισκάδικο Rock N’ Roll Circus.

-Έχουμε κανα καλό 10”;
- Ναι φέραμε  το I’m Getting Ready από τον Michael Kiwanuka
-Τι φάση;
-Λίγο Terry Callier, λίγο Van Morrison και λίγο από Bill Withers
- Βάλτο σε μια σακούλα.

  Μου πήρε περίπου λίγα λεπτά για να ξεχωρίσω και να κολλήσω με το «Any Day Will Do Fine” και άλλα 30 λεπτά για να προχωρήσω στις άλλες δυο κομματάρες του EP «I’m Getting Ready» και «I Need You By My Side».  Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες και αντιγραφές από το wiki ούτε θα σου πω ότι άνοιγε την 2011 περιοδεία της Adele για να ψαρώσεις. Θα σου πω μόνο πως το πρώτο EP που κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου του 2011 αυτή την στιγμή το βρίσκεις στο discogs από 80£ και πάνω (limited edition) και ναι το χτύπησα γιατί μπορεί να μην έχω πολλούς εθισμούς αλλά σε κάτι τέτοια είμαι το χειρότερο junkie που έχεις δεί.

Άκουσε το «Tell Me A Tale» για να καταλάβεις και πως προβλέπω να την παθαίνει και ο Ip Christ όταν θα έρθει η παραγγελία..


Ανασκο-λο-πηση;


«Έχεις που έχεις κάνα μήνα να γράψεις, φτιάξε τουλάχιστον μια λίστα. Δεν βλέπεις ο Enzian τι γρήγορα που τη σκάρωσε;» Η γλυκιά φωνή του Freakastaire ήταν κακός οιωνός, δεν είναι καιροί να χάσουμε και τη δουλειά μας...

Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Αρρωσταίνω με τις λίστες. Είναι μια βίαιη απόπειρα κατάργησης της πολυπλοκότητας της ζωής, μια μάταιη χίμαιρα ταξινόμησης της χαοτικής (μουσικής και όχι μόνο) ύπαρξης που με παραλύει. Και εξηγούμαι:

Η αρχή της απροσδιοριστίας. Όταν έχουμε κάποιες εκατοντάδες gigabytes που δεν έχουμε ακούσει, όταν κυκλοφορούν χιλιάδες δίσκοι κάθε χρόνο, χώρια το bandcamp και το soundcloud, τι είδους «καλύτερα» είναι αυτά που θα βάλω στη λίστα μου, όταν αύριο κιόλας μπορεί να ανακαλύψω ή να προσέξω κάτι που θα έπρεπε δικαιωματικά να βρίσκεται πολύ ψηλά, αν όχι στην κορυφή της λίστας; Επιπλέον, κάθε μεγάλος μουσικός δημιουργεί τους προγόνους του, ενώ επόμενα βήματα ακόμα και του ίδιου καλλιτέχνη μπορούν να εξηγήσουν ή να φωτίσουν διαφορετικά τα προηγούμενα. Και πολύ συχνά οι πραγματικά μεγάλοι δίσκοι της χρονιάς μάς ξεφεύγουν. Σε πόσες λίστες είχαν μπει ο Zappa, ο Beefheart, ο Drake, οι Can ή οι Swans;

Η αρχή της σχετικότητας. Με το χέρι στην καρδιά, πόσους από τους δίσκους του 2007 ή του 2009 ξαναβάζουμε να ακούσουμε; Αυτό έχει να κάνει τόσο με τον τρόπο που καταναλώνεται πλέον η μουσική όσο και με το γεγονός ότι βγαίνει πολλή καλή μουσική αλλά σπάνια πολύ καλή μουσική. Κι έπειτα, δεν είναι όλες οι μουσικές για όλες τις ώρες. «Άλλα μου λες με τον καφέ κι άλλα με το κρασί» που λέει κι ο ποιητής. Για παράδειγμα, αριστούργημα ο δίσκος του Josh T. Pearson και μπράβο στο παλικάρι, αλλά μακράν ημών. Κάνει τους Red House Painters και τη Nico (και πολλούς άλλους) να ακούγονται σα μουσική για παιδικό πάρτυ. Αν χρειαστεί να τον ξανακούσω, θα σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ άσχημα... Επίσης, το αριστουργηματικό «Jeguol Naw Betwa» του Mahmoud Ahmed που κυκλοφόρησε το 2011 η Mississippi Records τυπικά είναι επανέκδοση από το 1978, όλοι όμως εκτός Addis Ababa το ακούσαμε τώρα για πρώτη φορά...

Ο πληθωρισμός. Και κάπως έτσι οδηγούμαστε στις ετικέτες, τις υποκατηγορίες, τα υποσύνολα. «Οι 150 καλύτεροι δίσκοι του 2011», «τα 10 must must must τραγούδια της ημέρας», «οι κορυφαίες ambient drone / post glitch hop κυκλοφορίες» και δεν συμμαζεύεται, κυριολεκτικά.

«Εντάξει ρε φίλε, μη μας πρήζεις, φτιάξε μια λίστα με τους δίσκους του 2011 που άκουσες εσύ και θεωρείς τώρα καλύτερους κι άσε τα υπόλοιπα για την ιστορία». Σωστό κι αυτό. Υποπτεύομαι ότι οι περισσότεροι έχουν σταματήσει να διαβάζουν αυτό το παραλήρημα προ πολλού, οπότε ας το κλείνουμε:

Γενικά συμφωνώ με τις επιλογές του Enzian, ακόμη και με αυτούς που λέει ότι μπορεί να αδίκησε (π.χ. Atlas Sound). Οι δίσκοι της PJ Harvey, του Kurt Vile και του Bill Callahan δεν μπορούν να λείπουν ούτε από τη λίστα του σουπερμάρκετ. Θα πρόσθετα τους Wilco γιατί είναι οι Wilco, τους War On Drugs του σπουδαίου συνοδοιπόρου του Kurt Vile Adam Granduciel, τους Woods και τους Oh Sees, τον Sandro Perri, τον Jonathan Wilson κι ας τον σπρώχνει το Uncut, αρκετές κυκλοφορίες της Sacred Bones και τους Mogwai, Tom Waits και M83 γιατί είναι δύσκολο να συνεχίζεις σε υψηλό επίπεδο τόσα χρόνια μετά.

Από τις μουσικές που δεν ακούω πολύ, αλλά που είναι ξεκάθαρα κυκλοφορίες του 2011 (ενώ ο Callahan ή ο Bon Iver είναι, ας πούμε, άχρονοι) ξεχωρίζω τον Caretaker, τους Aethenor, τους Prurient, τον Kuedo, τον Oneohtrix και μερικά ακόμη που μπορούμε να παρουσιάσουμε και εδώ. 

Επίσης, το 2011 ήταν σίγουρα μια χρονιά για τις γυναίκες. Μαζί με την PJ, την Anna Calvi και τη Lykke Li, υπάρχει η Julianna Barwick, η Julia Kent, η Grouper, η Evangelista, η Zola Jesus, η Chelsea Wolfe, η Ela Orleans, η Maria Minerva… 

Τέλος, αυτό που μάλλον θα κρατήσω, είναι ότι το 2011 ήταν για μένα η χρονιά των γερόλυκων, των μουσικών με τα πάρα πολλά ένσημα που δεν έχουν τίποτε να αποδείξουν και έβγαλαν δίσκους που δεν θα μπουν σε καμία λίστα με τις 10 καλύτερες κυκλοφορίες του 2011, αλλά παίζουν άνετα για μένα στην First Division και που ξέρω ότι θα ξανακούσω πολλές φορές και μέσα στο 2012. Είναι, ιδίως, ο Phil Wilson (God Bless Jim Kennedy), o D. Charles Speer (Arghiledes), ο J. Mascis (Several Shades Of Why), ο Stephen Malkmus (Mirror Traffic), ο Matt Elliott (Broken Man), οι Bats (Free All The Monsters), οι Jayhawks (Mockingbird Time) και οι Feelies (Here Before).


Καλή χρονιά!