Kurt Vile - Believe I am going (deep) down...



















Όσο θυμάμαι την πρόσφατη συναυλία του Kurt Vile στο Gagarin κάτι μέσα μου εξεγείρεται. Ναι, αυτή με τα τραπεζάκια, και τον αγαπημένο μας φίλο να σερβίρει τη μουσική του μόνος του, χωρίς μπάντα, σε ένα μάλλον ανυποψίαστο κοινό ή σε ένα κοινό που είχε παγώσει μέσα σε ένα χώρο που περισσότερο θύμιζε δεξίωση γάμου παρά συναυλία.

Μετά το αριστουργηματικό, όσο και αναπάντεχο ως προς το ύφος του, Wakin On a Pretty Daze - εδώ τα είχαμε γράψει - περιμέναμε στην παρέα να δούμε που μπορεί να το πάει ο Kurt. Δύσκολο να κινηθείς δημιουργικά μετά από ένα magnum opus. Όχι όμως για εκείνον. Είπαμε, όσο υπάρχει κίνητρο, όσο υπάρχει αυτή η αυθεντική ανάγκη για έκφραση, το πολύ υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα είναι δεδομένο. Γιατί το ταλέντο είναι άφθονο και θεόσταλτο.

Στη νέα του δουλειά οι διαφορές στο ύφος σε σχέση με το Pretty Daze είναι ελάχιστες: οι αποχρώσεις λίγο πιο λεπτές, οι τόνοι λίγο πιο χαμηλοί, λιγότερες ηλεκτρικές κιθάρες, περισσότερο πιάνο, τα τραγούδια πιο μικρής διάρκειας. Κάτι που καθιστά ακόμη πιο αξιοθαύμαστο το επίτευγμα του Kurt Vile. Τα τραγούδια του στέκονται όλα στο πιο υψηλό επίπεδο, δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο, γιατί όλα βρίσκουν το στόχο τους. Είναι ένας δίσκος που "τρώει" τις αντιστάσεις του ακροατή με τον ίδιο σταθερό ρυθμό από το πρώτο ως το τελευταίο κομμάτι, αφήνοντάς τον στο τέλος παραδομένο στη γλυκύτητα της μουσικής του. Ένας δίσκος που σε υποχρεώνει να τον ακούσεις από την αρχή ως το τέλος, χωρίς skip, με προσήλωση.



Και ένας δίσκος που έρχεται σε μια - δυστυχώς - πολύ άνυδρη περίοδο για τη μουσική μας, να καλύψει ένα μεγάλο κενό τόσο για τους φίλους του indie όσο και για τους πιστούς του singing-songwritting. Βλέπω ότι στην Αμερική  ντεμπουτάρισε στο νο 40 στα charts. Τριγύρω του - στις υψηλότερες και χαμηλότερες θέσεις - μόνο σκουπίδια. Πρίγκηπας των σκουπιδιών λοιπόν ο Kurt Vile - και σταθερή παρηγοριά και αξία.



Enzian

ΥΓ1: Συνιστώ το τριπλό LP, γιατί ακόμη και στα ακυκλοφόρητα παραλειπόμενά του η ποιότητα παραμένει αμετάβλητα υψηλή (και τα κομμάτια πιο rock και ηλεκτρικά, ίσως ένα προμήνυμα για το μέλλον)

ΥΓ2: Για τους λίγους: η φωνή του Kurt είναι ένας συνδυασμός Νick Drake και Dave Mustaine!

20 million years away/ Rory Gallagher


Είκοσι χρόνια από τότε που μας άφησε ο Rory Gallagher, ετοιμαζόμουν να γράψω κατεβατά με αφορμή αυτή την επέτειο, την τόσο ασήμαντη όσο όλες οι επέτειοι. Γιατί τι σημασία έχουν οι επέτειοι για αυτούς που έχουν υπερβεί τον χρόνο;
















Θα είχε σίγουρα αναγνωριστεί ως ο σπουδαιότερος λευκός rock-blues κιθαρίστας όλων των εποχών αν ήταν μονάχα κιθαρίστας. Αλλά δεν ήταν αυτό μόνο. Ήταν εξίσου ένας εξαιρετικός συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, band-leader. Και ήταν ένας μοναδικός τραγουδιστής. Μα πάνω από όλα ήταν ασυμβίβαστος.

Γιατί μόνο ένας ασυμβίβαστος θα είχε αρνηθεί τη θέση του Eric Clapton στους Cream ή του Richie Blackmore στους Deep Purple. Γιατί μόνο ένας ασυμβίβαστος θα αρνούνταν να κοπούν τα σόλο του ώστε τα τραγούδια του να κυκλοφορήσουν σε σινγκλάκια και να χεστεί στο χρήμα. Ιεροσυλίες και εκποιήσεις που δεν μπορούν ποτέ να πληρωθούν αρκετά.

Αλλά να λείπουν τα κατεβατά όταν τα έχει πει όλα ο ίδιος σε αυτό, το πιο αντιπροσωπευτικό, το πιο προσωπικό, το πιο ανεξίτηλο τραγούδι του. Είναι ένα τραγούδι που δεν μπορείς απλά να το ακούσεις, να το θαυμάσεις, να το κρίνεις.



Πρέπει να το βιώσεις. Πρέπει να βρεθείς σε αυτό το καταραμένο ξενοδοχείο, στο μπαρ του το γεμάτο από κόσμο, και να είσαι ωστόσο μόνος, μακριά, εκατομμύρια μίλια μακριά. Και ύστερα το μπαρ να έχει αδειάσει. Και εσύ ακόμη να πίνεις. Αλλά να είναι το ίδιο. Γιατί εσύ απουσιάζεις, απέχεις.

Γιατί εσύ πολύ απλά δεν ανήκεις. Έρχεσαι από αλλού και απλά βρήκες μια κιθάρα μέσα στον ωκεανό του τίποτα και έκανες μουσική τη νοσταλγία σου για την πατρίδα. Γιατί πατρίδα σου δεν είναι η Ιρλανδία, είναι το διάστημα.

Και η κιθάρα σου ανταπέδωσε την αγάπη σου. Και έδωσε στα χέρια σου ήχους που δεν έδωσε στα χέρια κανενός. Όπως στην εισαγωγή του A Million Miles Away. Που είναι εισαγωγή στην έρημο, στο διάστημα, στην απόσταση.

Όχι, δεν έφυγες ποτέ, γιατί δεν ήσουν ποτέ εδώ, για αυτό και η επέτειος του θανάτου σού δεν έχει καμία σημασία. Ήσουν πάντα μακριά. Και η μουσική σου είχε πάνω της τη σφραγίδα του από αλλού, του μακριά.

Enzian

ΥΓ. Το ότι ο Rory Gallagher είναι μεγαλύτερος στην Ελλάδα από οπουδήποτε στον κόσμο, ακόμη και από την Ιρλανδία, δεν είναι τυχαίο. Κάτι ξέρουμε και εμείς ως λαός από ξεριζωμούς, και νοσταλγία, και εξορία στο χρόνο.

This hotel bar is full of people,
The piano man is really laying it down,
The old bartender is as high as a steeple, 
So why tonight should I wear a frown? The joint is jumpin' all around me,
And my mood is really not in style,
Right now the blues flock to surround me,
But I'll break out after a while.
Yes I'm a million miles away,
I'm a million miles away,
I'm sailing like a driftwood,
On a windy bay,
On a windy bay.
I'm a million miles away,
I'm a million miles away,
But I'm sailing like a driftwood,
On a windy bay,
On a windy bay.
Why ask how I feel,
Well, how does it look to you?
I fell hook, line and sinker, 
Lost my captain and my crew.
I'm standing on the landing, 
There's no one there but me,
That's where you'll find me,
Looking out on the deep blue sea.
There's a song on the lips of everybody, 
There's a smile all around the room,
There's conversation overflowing, 
But I sit here with the blues.
This hotel bar has lost all its people, 
The piano man has caught the last bus home,
The old bartender just collapsed in the corner, 
Why I'm still here, I just don't know,
I don't know.
I'm a million miles away,
A million miles away,
I'm sailing like a driftwood on a windy bay,
On a windy bay.
I'm a million miles away,
A million miles away,
I'm sailing like a driftwood on a windy bay,
Send me away...

Η πιο αδικημένη μπάντα στην ιστορία της μουσικής


Φυσικά έρχονται πολλά ονόματα απ’ευθείας στο νου, πρωτοπόροι που αγνοήθηκαν ολοκληρωτικά γιατί πολύ απλά ήταν μπροστά από την εποχή τους ή μπάντες που ο ήχος τους ήταν τόσο δύσκολος που απευθύνονταν ούτως ή άλλως σε περιορισμένο κοινό.  Ανεξάρτητα όμως από το μουσικό είδος η περίπτωση που θα μας απασχολήσει νομίζω πως δεν έχει προηγούμενο, ο συντελεστής αξίας του καλλιτέχνη προς εμπορική απήχηση και αναγνώριση που εισέπραξε είναι ο υψηλότερος δυνατός.















Αναφέρομαι στους Βρετανούς Diamond Head, την καλύτερη metal μπάντα της δεκαετίας του 80. Μόνο η μεταφυσική μπορεί να εξηγήσει το γιατί δεν τα κατάφεραν. Την στιγμή που ο σκληρός ήχος επέστρεφε δυναμικά στις αρχές της δεκαετίας του '80 - μετά το αποφασιστικό πλήγμα που είχε δεχτεί από την punk αισθητική - οι Diamond Head βρίσκονταν στην κορυφή της φάλαγγας. Ο ήχος τους ήταν ένας συνδυασμός της βαριάς και ασήκωτης μουσικής των Sabbath με τον αισθησιασμό και την επικότητα των Led Zeppelin, σε ταχύτητες όμως που προανήγγειλαν τη νέα εποχή. Το μεγάλο τους ατού βέβαια ήταν ο ανεπανάληπτος τραγουδιστής τους, ο Sean Harris: κανένα από τα ομότεχνα συγκροτήματά τους δεν είχε τότε τραγουδιστή που να άξιζε να του ξεσκονίσει τα παπούτσια. Πρόκειται για φωνή που θα μπορούσε να μνημονεύεται μόνο δίπλα στις μεγάλες φωνές του βρετανικού rock: τον Robert Plant, τον Paul Rodgers, τον David Coverdale. Τέτοιο μέγεθος.


O πρώτος τους δίσκος, το μνημειώδες Lightning to the Nations, είναι απλά μια χαριστική βολή από το πρώτο ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Όλο το metal περικλείεται εδώ: τα ιδιοφυή riff που κολλάνε στον εγκέφαλο, τα solos τα επηρεασμένα από κλασική μουσική, οι σπηνταριστοί χτυπήστε-με-σαν-το-χταπόδι-ρυθμοί, τα φωνητικά που ξεχειλίζουν εφηβική κάβλα και ενέργεια. Και όμως αυτό το αριστούργημα δεν βρέθηκε καμία εταιρεία να το κυκλοφορήσει. Οι Diamond Head το κυκλοφόρησαν μόνοι τους, χωρίς εξώφυλλο, χωρίς καν τη λίστα τραγουδιών, σε 1000 αντίτυπα. Το επόμενο LP τους κυκλοφόρησε κανονικά από την ΜCA, η οποία όμως πίεσε το συγκρότημα να νερώσει το κρασί του και να συμπεριλάβει και πιο εμπορικά κομμάτια στο δίσκο. Έτσι συνυπήρχαν εύπεπτα τραγουδάκια όπως το Call me με το απόλυτο μέταλ κομμάτι, τον ύμνο αυτό που όμοιος του ούτε ξαναγράφτηκε ούτε θα ξαναγραφτεί


Το μείγμα αυτό μπέρδεψε το κοινό τους, ο δίσκος όμως ανέβηκε στα βρετανικά charts. Ίσως είχε έρθει η στιγμή για την καταξίωση με τον τρίτο τους δίσκο το Canterbury, όμως τα προβλήματα δεν έλειψαν (η εταιρεία απέσυρε την πρώτη παρτίδα λόγω προβληματικής τύπωσης!) και ο ήχος της μπάντας είχε πια αλλάξει καθοριστικά. Λιγότερες κιθάρες, περισσότερα keyboards, prog-rock αναζητήσεις που απομάκρυναν τους πιστούς φίλους του συγκροτήματος. Οι Diamond Head διαλύθηκαν και απλά έβλεπαν μπάντες με ούτε το ελάχιστο από το ταλέντο τους να αποθεώνονται ή τους Metallica να λεηλατούν - διασκευάζοντας ή ληστεύοντας - τις συνθέσεις τους. (θα γράψω και για αυτούς κάποτε, ίσως με τίτλο "η πιο ευνοημένη μπάντα στην ιστορία της μουσικής"). Αδικία; Σίγουρα. Όμως ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη;


ΥΓ περιμένουμε στα σχόλια τις προτάσεις σας για άλλες ανάλογες περιπτώσεις σε οποιοδήποτε μουσικό είδος

Enzian

Blitzkrieg!


Όχι, δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτούς εδώ (τους αφήνω στον Enzian):


Στον απόηχο της εξαιρετικής συναυλίας του ζοφερού Μάρκου Λάνεγκαν, να ρίξουμε τρία γρήγορα χτυπήματα με χαρακτηριστική αυθαιρεσία:


Πρώτον, διαφημίσεις δεν κάνουμε, αλλά οι προσεχείς εμφανίσεις του David Murray με τον John Betsch και τον Jaribu Shahid στην Αθήνα αξίζουν μια εξαίρεση. Ο τρίτος έπαιξε  μπάσο, μεταξύ δεκάδων άλλων ηχογραφήσεων, με τους υπέροχους Griot Galaxy (επιφυλάσσομαι) και την Arkestra του Sun Ra. Τα ντραμς του δεύτερου έχουν ηχογραφηθεί στην θρυλική Strata East, αλλά και με τους Archie Shepp, Dollar Brand, Steve Lacy, Mal Waldron, Horace Tapscott… Το σαξόφωνο του πρώτου, τέλος, δεν θα έπρεπε να χρειάζεται συστάσεις: από το 1976 και μετά είναι μια από τις πιο συνεπείς παρουσίες στις αχανείς εκτάσεις ελευθερίας και δημιουργίας που έδειξε ο Coltrane… μεγάλες προσδοκίες για τη επόμενη εβδομάδα.


Δεύτερο, από μια αρρυθμία στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, τα cd της el capitan του αλήστου μνήμης κ. Γιαννίκου διατίθενται προς 1,46 Ευρώ και αποτελούν, ως εκ τούτου, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να σαρώσει κάποιος σημαντικές ηχογραφήσεις της αφρόκρεμας της Ελληνικής τζαζ των τελευταίων 20 ετών. Σπεύσατε...


Τρίτο και καλύτερο, μια στις τόσες, στα πιο βαθιά σκοτάδια, σκάει μια λαμπρή αχτίδα που φωτίζει και ζεσταίνει και σε κάνει να χαμογελάς μόνος, φαινομενικά χωρίς λόγο. Τα ποιήματα του Jack Gilbert, τα βιβλία του Jean-Claude Izzo και του Juan Goytisolo και, φυσικά, εξαίσιες μουσικές. Όπως αυτό εδώ, από τη Γουαδελούπη, που είχα την τύχη να ακούσω (και λίγο μετά να κερδίσω σε ένα πλειστηριασμό). Η ελπίδα είναι εδώ:



Μπαφάνα - Μπαφάνα


Η τζαζ, όπως και το μπάσκετ, έχει σαφώς αμερικανική προέλευση, συγχρόνως όμως είναι απολύτως παγκοσμιοποιημένη. Η τζαζ μάλιστα, είναι και σαφώς δικαιότερη. Έτσι, σε ένα μουντιάλ της τζαζ, χώρες όπως η Πολωνία, η Ιαπωνία και η Νότια Αφρική, για να δώσουμε λίγα μόνο παραδείγματα, θα είχαν συνεχείς διακρίσεις.


Για να ξεκινήσουμε από την τελευταία, η Νότια Αφρική έχει τροφοδοτήσει την παγκόσμια μουσική με κορυφαίες μορφές, οι πιο γνωστές από τις οποίες (ο Hugh Masekela και η Miriam Makeba) πάνε πέρα από την τζαζ με τη στενή έννοια.


Η κυριολεκτικά μοναδική παραγωγή σπουδαίων μουσικών στη χώρα αυτή οφείλεται, ασφαλώς, και στο εύκολο πάντρεμα των τοπικών ρυθμών και μουσικών ιδιωμάτων με την τζαζ ρυθμολογία. 


Αυτό εξηγεί, πιθανότατα, πώς για παράδειγμα ένας μουσικός – θρύλος όπως ο Dudu Pukwana μπορούσε να κινείται με τόση άνεση σε αφρο-ροκ λεωφόρους με τους Assagai, σε afro-jazz ή και καθαρά παραδοσιακούς νότιο-αφρικάνικους τρόπους με τους Blue Notes και σε προσωπικούς τους δίσκους και σε πιο σύγχρονους / ελεύθερους jazz δρόμους με τα σχήματα του Chris McGregor και πολλά άλλα.

Οι ονοματολογίες είναι πάντα επίφοβες, ειδικά όταν πρόκειται για μια κυριολεκτικά αχανή έκταση, ωστόσο δεν μπορεί να μην αναφερθεί κανείς στον πατριάρχη Abdullah “Dollar Brand” Ibrahimτη σύζυγό του Sathima Bea Benjamin, τον υπέροχο μπασίστα Johnny “Mbizo” Dyani με την αχανή δισκογραφία (όσοι ενδιαφέρονται αξίζει να ψάξουν το βιβλίο – αφιέρωμα του Lars Rasmussen), τον ντράμερ Louis Moholo, τον αδικοχαμένο τρομπετίστα Mongezi Feza, όλα τα τρομερά παιδιά της (πολύ συλλεκτικής, μεταξύ άλλων) Sun Records, τον Gideon Nxumalo και την αδυναμία μου, τον Ndikho Xaba.


Ο Ndikho ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός και μέλος του Αφρικανικού Κογκρέσου και όπως πολλοί άλλοι αναγκάστηκε γρήγορα να αυτοεξοριστεί. Βρέθηκε στις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχικά στο Τέξας και μετά στην Καλιφόρνια. Εκεί ηχογράφησε το 1969 το αριστούργημα του, το “Ndikho Xaba And The Natives” στην παγκοσμίως άγνωστη Trilyte Records, όπου συμμετέχει μεταξύ άλλων και ο Plunky των Oneness of Juju.


Όταν με τα πολλά κατάφερα να βρω και να αγοράσω τον δίσκο αυτό (και την υπόλοιπη δισκογραφία του στη συνέχεια), απορούσα γιατί δεν έχει επανεκδοθεί ακόμη. Είναι ένα αριστουργηματικό πάντρεμα spiritual jazz και αφρικανικών ρυθμών με πολλή ψυχή και πολύ πάθος. Με τα πολλά, ο δίσκος επανεκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Matsuli Records, μια εταιρεία που μας έχει ήδη προσφέρει μια σειρά εξαιρετικών δίσκων νοτιοαφρικάνικης τζαζ, οπότε θα πρότεινα να σπεύσετε....


BLML - Panopticon - για να τα δεις όλα














Δεν μπορώ να κρύψω πως αδημονούσα να ακούσω την καινούρια δουλειά των BLML, το Panopticon. Από περιέργεια κυρίως: μετά το αριστουργηματικό τελευταίο τους the Gift τι; Που θα μπορούσαν να το πάνε; Η απάντηση είναι: μα, στο Panopticon!

Ακούστε απλά το εναρκτήριο Hungry και αναρωτηθείτε; Υπάρχει κανείς - όχι στην Ελλάδα, η Ελλάδα δεν έχει καμία δουλειά εδώ, παγκοσμίως μιλάω - που να γράφει τέτοια τραγούδια στις μέρες μας; Η εισαγωγή με το γεμάτο παραμόρφωση μπάσο και τα spooky πλήκτρα είναι απλά ιδιοφυής, το κεντρικό θέμα μια λυτρωτική μελωδία επιπέδου υψηλής συμφωνικής μουσικής και για επίλογο πάρε ένα βαρύ riff αλά Sabbath: μετά από 5 λεπτά μουσικής δεν ξέρεις καν τι σε έχει χτυπήσει και απλά ξαναβάζεις το δίσκο απ'την αρχή για να καταλάβεις τι έγινε.

Το ίδιο υψηλό επίπεδο διατηρείται σε όλο το δίσκο. Η βάση είναι πάντα οι εμπνευσμένες μελωδίες του Καρανικόλα, γιατί η μουσική δεν νοείται χωρίς αυθεντικά μουσικά θέματα που τα ακούς μέσα σου, που τα ανασύρεις από μέσα σου. Και αυτές οι μελωδίες ντύνονται με τον πιο έξυπνο και απροσδόκητο τρόπο (ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην χρήση των εγχόρδων, σε κομμάτια όπως το ΤΜ Μantra ή το Kamikaze 30). Οι εκπλήξεις δεν σταματούν πουθενά. Με κορυφαία ίσως τη φανταστική - δεν βρίσκω άλλη λέξη - διασκευή του Magic Doors των Portishead: ο Καρανικόλας ακούγεται σαν τη Beth Gibbons γαζωμένη από οπλοπολυβόλα να ξερνάει τις τελευταίες τις λέξεις!


Είναι το Panopticon καλύτερο από το Gift όπως ήδη ισχυρίζονται κάποιοι; Νομίζω πως θα αδικούσαμε το Gift αν συμφωνούσαμε. Είναι σίγουρα ο δίσκος που ολοκληρώνει το Gift, το συγκρότημα ακούγεται πιο δεμένο, η παραγωγή είναι πιο προσεγμένη, οι συνθέσεις πιο σφιχτές, πιο ακέραιες. Είναι - ακόμη πιο σίγουρα - ένας δίσκος που σπάνια, όλο και πιο σπάνια, θα ακούσουμε στις μέρες μας. Ένα αυθεντικό έργο τέχνης της rock μουσικής. Ακούστε, απολαύστε, ταξιδέψτε. Μέχρι τη μακρινή Αμερική, μέχρι την Αριζόνα.



Και ένα ακόμη πιάτο από τη Σουηδία.






















O ipchrist υποσχέθηκε ένα αυτοτελές αφιέρωμα στο σουηδικό prog-rock εδώ , επειδή όμως οι καιροί είναι χαλεποί και οι υποσχέσεις εύκολα ξεχνιούνται σκέφτηκα να κάνω την αρχή με ένα σχετικά άγνωστο δίσκο που ανακάλυψα στο χάος του διαδικτύου.


Πρόκειται για τους Algarnas Tradgard και τον ομώνυμο δίσκο τους από το μακρινό 1972. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που δεν έχω εντρυφήσει στη σκανδιναβική prog-rock σκηνή αν και είμαι σίγουρος για την αξία της. Ένας από αυτούς είναι η επιμονή των συγκροτημάτων στη χρήση της εθνικής γλώσσας τους, κάτι που δυσκολεύει ακόμη και την συγκράτηση στη μνήμη μου των ονομάτων των συγκροτημάτων. Διαβάζοντας μεγαλόφωνα τους σουηδικούς τίτλους τραγουδιών φοβάμαι πως ακούγομαι σαν τον Σουηδό σεφ από τα Muppets.





Οι Algarnas Tradgard πάντως αξίζουν τον κόπο που απαιτείται και για να διαβάσεις τους τεράστιους τίτλους των κομματιών τους και για να εντρυφήσεις στη μουσική τους. Με εντυπωσιάζει πραγματικά η τόλμη τους στον πειραματισμό και τη σύνθεση, η απροσδόκητη μετάβαση από το ένα μουσικό είδος στο άλλο: παίζουν κατά βάση ένα μείγμα ψυχεδέλειας με kraut εξάρσεις που θυμίζει τους Amon Duul, εύκολα όμως παρατάνε τον ηλεκτρικό ήχο και μετατρέπονται σε σύνολο μουσικής δωματίου με έγχορδα και πνευστά ή σε ethnic-folk μπάντα. Νομίζω πως ο κοινός παρονομαστής της μουσικής του είναι μια μυστικιστική διάθεση που επιδιώκουν και σε πολύ μεγάλο βαθμό επιτυγχάνουν οι Algarnas Tradgard.


Τα δύο μπόνους κομμάτια του cd είναι και τα αριστουργήματα του δίσκου: το 5/4 είναι ένας δεκάλεπτος εκστατικός αυτοσχεδιασμός όπου ο Sebastion Oberg κλέβει την παράσταση με την ιδιοφυέστατη χρήση του cello του. Το δε Mirrors of Gabriel πρέπει να ακουστεί για να πιστευτεί: μουσική που σε στοιχειώνει, σε καθηλώνει, σε ταξιδεύει - όχι στο Βορρά της Σκανδιναβίας αλλά στην Ανατολή.





Εν κατακλείδι, για τους φίλους του prog και της ψυχεδέλειας απαραίτητη προσθήκη.

Δύναμη της γάτας – κατάρα του Fuzz σημειώσατε Χ


Ο πρώτος δίσκος της Cat Power που αγόρασα ήταν το Moon Pix το 1998. Πήρα και κάθε επόμενό της. Μου άρεσε που διασκεύασε (και) Smog (το “Red Apples”) το 2000 στο Covers Record, όπως είχε κάνει (με το “Bathysphere”) και το 1996, στο What Would The Community Think. Αργότερα έμαθα ότι ήταν μαζί με τον Callahan εκείνα τα χρόνια. Λογικό. Τέλος πάντων, την αγαπάω πολύ, είχα λιώσει τα You Are Free / Playing For Trees / The Greatest όταν βγήκαν και τα ακούω ακόμη, και παρακολουθώ τα σκαμπανεβάσματά της με ενδιαφέρον.


Στα 25 χρόνια (νομίζω) που πηγαίνω σε συναυλίες, η προχθεσινή της Cat Power στο Fuzz ήταν «αντικειμενικά» η χειρότερη, με μόνη εξαίρεση την μη εμφάνιση των TV Personalities στο Tiki, με τον Dan Treacy ολοκληρωτικά καμένο. Η αντικειμενικότητα όμως, για να μην αρχίσω τα γαλλικά, είναι μια κουβέρτα που άλλους τους υπερκαλύπτει και άλλους τους αφήνει παγωμένους και δεν έχει καμία θέση εδώ.


Αν οι δίσκοι είναι σινεμά, οι συναυλίες είναι θέατρο. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να φανταστώ τον Κίνσκι σε περιοδεία να παίζει κάθε βράδυ τον Αγκίρε ή τον Νοσφεράτου σε διαφορετικό κάθε φορά κοινό με μπίρες και πατατάκια που «πλήρωσε» για να «διασκεδάσει». Όπως και να χει, για κάθε εκατό ψυχρούς ή «επαγγελματίες» «εκτελεστές» / «ερμηνευτές» υπάρχουν και ένας ή δύο άνθρωποι με περίβλημα πιο λεπτό και πιο εύθραυστο απ’ ό,τι πρέπει, οι οποίοι στην τέχνη τους, καλή ή κακή, βγάζουν κυριολεκτικά την ψυχή τους, χωρίς προστατευτικό δίχτυ και μεταφέρουν τη ζωή τους και επί σκηνής. Η Chan Marshall / Cat Power είναι μια από αυτούς, και νομίζω ότι κάποιοι σαν τον Nick Drake και τον Elliott Smith μπορούν να μπουν στην ίδια πρόταση. Όχι ως «ρομαντικοί» ή «καταραμένοι» καλλιτέχνες, αλλά ως άνθρωποι πολύ ευαίσθητοι, εκτός συναλλαγής, οι οποίοι δεν τα καταφέρνουν πάντα να σταθούν στο παζάρι των ζωντανών εμφανίσεων, ακριβώς επειδή οι δικές τους εμφανίσεις είναι (/ήταν) ζωντανές, αληθινές, άνισες και απρόβλεπτες, αντί για μια κονσέρβα μηχανικής αναπαραγωγής. Η αλήθεια δεν ισοδυναμεί με την ομορφιά. Ο καθένας επιλέγει.


Αισθάνθηκα έτσι πολύ άβολα προχθές βλέποντας την κατάρα του Fuzz να προσπαθεί να καταπιεί και την Cat Power. Διαχρονικά ασταθής στα live της, έχει ήδη πίσω της στα 42 μια γεμάτη ζωή (και όχι καριέρα), μας ήρθε πέντε μηνών έγκυος, σε μια εξαντλητική περιοδεία που την έστειλε ήδη την Κυριακή και την Δεύτερα στην Κωνσταντινούπολη. 


Βρέθηκε πεταμένη μόνη στη σκηνή με μια κιθάρα και ένα πιάνο, χωρίς ένα τεχνικό να βοηθήσει στοιχειωδώς, με αδυναμία επικοινωνίας με τον ηχολήπτη (ο αβυσσαλέος ήχος που έβγαινε κάποιες φορές θα ταίριαζε ίσως στους Possessed αλλά όχι εδώ), με κακό φωτισμό στο πιάνο, αδιάκοπα τικ με ένα προβληματικό μικρόφωνο, false starts, τραγούδια παρατημένα στη μέση και ένα κοινό που εν μέρει αποχώρησε γρήγορα (ευτυχώς), εν μέρει περίμενε με αδημονία την κατάρρευσή της επί σκηνής για να χορτάσει αίμα (ή έστω δάκρυα) με παραγγελιές εκτός τόπου και χρόνου και εν μέρει καταλάβαινε και αγαπούσε. Αυτό το τελευταίο το εισέπραξε και εκείνη.


Σε αυτές τις συνθήκες η Cat Power έμεινε επί σκηνής για πάνω από δυόμισι ώρες, πέρασε από περισσότερα από 35 τραγούδια και πριν φύγει ζήτησε συγγνώμη που αυτή δεν ήταν μια συναυλία όπως την ήθελε, εξηγώντας ότι στις συναυλίες θέλει να δίνει τουλάχιστον όσα η ίδια παίρνει, αυτό είναι το συμβόλαιο που θέλει να τηρεί. Don't explain, Cat.

ipchrist

Musik fra Sverige


Η ιδέα για το ποστ ξεκίνησε στον απόηχο της πρόσφατης εξαιρετικής συναυλίας των Saxon, όταν ήρθε η κουβέντα με τον Enzian για τη συνεισφορά της Σουηδίας στη μουσική. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η αγάπη, η γνώση και η αφοσίωση στο είδος με το οποίο ασχολούνται, καθώς και μια αυτοπεποίθηση που τους επιτρέπει να στοχεύσουν, και να φτάσουν, στο υψηλότερο επίπεδο παγκοσμίως (ΔΕΝ θέλω να ακούσω για τους ABBA, όποιος έχει αντίθετη γνώμη να τα πει στα σχόλια). 

Εντελώς αυθαίρετα, όπως πάντα, επιλέγω τρία πολύ αγαπημένα ονόματα (αφήνω συνειδητά εκτός το σπουδαίο σουηδικό prog και τα παρακλάδια του για κάποιο μελλοντικό ποστ):

 Jazz
Όπως όλοι οι Σκανδιναβοί, οι Σουηδοί έχουν αγάπη και παράδοση στην τζαζ, από το Jazz Pa Svenska, τη Monica Zetterlund και τον Lars Gullin μέχρι τον Mats Gustafsson και τους E.S.T. Προσωπική μου αδυναμία, το κουιντέτο του πιανίστα Staffan Abeleen με τον τρομπετίστα Lars Färnlöf. Το youtube έχει δυστυχώς πολύ λίγα δείγματα δουλειάς τους, ωστόσο συστήνω ανεπιφύλακτα όλες τις κυκλοφορίες τους – για την ώρα έχω καταφέρει να αποκτήσω τα Downstream, Persepolis και Svit Cachasa κα μπορώ να εγγυηθώ για αυτά: άρτια, εξωστρεφής και κυρίως απολαυστική modal jazz, όπως θα πρέπει να είναι.


Hardcore
Η ιδέα ότι ο μάλλον καλύτερος hardcore δίσκος των 90s (και ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών) δεν έχει βγει στην Δυτική ή έστω στην Ανατολική Ακτή μοιάζει παραδοξολογία, είναι όμως αλήθεια. Το “The Shape Of Punk To Come”, κύκνειο άσμα των Refused το 1998, είναι, για μένα, ακριβώς αυτό. Ενέργεια, θυμός, πρωτοτυπία, ποικιλία, γνώση και τρομερή αυτοπεποίθηση που τους επιτρέπει να βάζουν ακουστικά μέρη, techno περάσματα, βαγκνερικά ιντερλούδια ανάμεσα σε κομμάτια – δυναμίτες. Ένας δίσκος αριστοτεχνικά σχεδιασμένος για πολλά ακούσματα, ο οποίος δεν οφείλει μόνο το όνομά του στην προοδευτική τζαζ του Ornette και της παρέας του.


Metal
Αν είναι πολύ δύσκολο να διακριθεί μια σουηδική μπάντα σε πρωτίστως αμερικάνικους ήχους όπως η jazz ή το hardcore, τα πράγματα φαίνονταν σχεδόν αδύνατα όσον αφορά στο παρακλάδι του metal που ονομάστηκε doom: Πώς να φτιάξεις τέτοια μουσική στη σκιά και υπό το ασήκωτο βάρος των Black Sabbath; Οι Candlemass έκαναν ακριβώς αυτό, ήδη με τον εξαιρετικό πρώτο τους δίσκο το 1986, με τον απόλυτα σαφή ως προς τις προθέσεις τους τίτλο Epicus Doomicus Metallicus. 


Και νομίζω ότι έχουν αυτό το κοινό με τους Iron Maiden, μια μεγάλη συζήτηση για τον ιδανικότερο τραγουδιστή τους: ο Johan Langqvist είναι υπέροχος σε αυτό το αριστουργηματικό ντεμπούτο, απ’ την άλλη όμως ο Messiah Marcolin συνδέθηκε με μια σειρά από σημαντικές κυκλοφορίες (και περιοδείες). Σε κάθε περίπτωση, άλλη μια σπουδαία μπάντα από τη Σουηδία. Και για να κλείσουμε την ενότητα αυτή, να πω ότι δεύτερους σε αυτό το παιχνίδι θα έβαζα μόνο τους Bathory.


ΥΓ: Προσωπικό (και ανθεκτικό στο χρόνο) guilty pleasure από Σουηδία για μένα, οι Baxter.

Φωτοστέφανο από μύγες


























Υπάρχουν κομμάτια στη μουσική μας που δεν τα περιμένεις, δεν τα καταλαβαίνεις, που σε σαγηνεύουν, σε γοητεύουν, πολύ πέρα από το νοητικό επίπεδο, από κάπου αλλού έρχονται και σε παίρνουν μαζί τους.

Μοναδικός ο Alice Cooper και καίριος όσο κανείς στη δεκαετία του '70 (μόνο με τον David Bowie θα τον συνέκρινα ως προσωπικότητα). Τραγούδια όπως το "I am Eighteen", το "School's out", το "Elected" σφράγισαν τον σκληρό ήχο σε όλες τις μορφές του, υπήρξαν ύμνοι για μια ολόκληρη γενιά, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Ακούγοντας το Elected καταλαβαίνεις και τη συγγένεια με τους Who και απορείς γιατί έπρεπε να υπάρξουν οι Sex Pistols όταν κάποιος άλλος το είχε κάνει όλο αυτό πολύ νωρίτερα.



Σε αυτή την τριετή εκπληκτική διαδοχή αριστουργημάτων, από το Love it to Death του 1970 ως και το Billion Dollar Babies του 1973, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει μουσικές επιρροές από παντού: garage-rock, ψυχεδέλεια, τζαζ, Beatles, βωντεβίλ  - όλα χωράνε και όλα ταιριάζουν. Και παρά το εντελώς πειραματικό αυτό ύφος, υπάρχει μια σύνθεση που δεν μπορεί να αναχθεί σε καμία επιρροή, σε καμία προέλευση. Φαντάζει αυτοφυής.

Αναφέρομαι στο Halo of Flies από τον καλύτερο (μάλλον) δίσκο του Cooper, το Killer. Το να ονομάσεις αυτό το 8λεπτο μεγαλειώδες έπος progressive-rock είναι μια εύκολη, όσο και φτηνή λύση. Έχω ακούσει πολύ -υπερβολικά πολύ - progressive-rock και αυτή η αρρωστημένη κομματάρα δεν μου θυμίζει τίποτα από ότι έχω ακούσει. Υπάρχουν καμιά δεκαριά μουσικά θέματα εδώ μέσα, το ένα καλύτερο από το άλλο: άλλος θα τα είχε χρησιμοποιήσει για να γράψει 2-3 δίσκους. Ο Cooper και η εκπληκτική μπάντα του τα έβαλαν σε ένα τραγούδι, όπου το ένα θέμα ρέει μέσα στο επόμενο με ένα τρόπο αναγκαίο και αναντικατάστατο: δεν μπορείς ούτε κόμμα να αλλάξεις σε αυτή τη σύνθεση χωρίς να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα.



Αυτή η ροή εξασφαλίζεται φυσικά τόσο από το βιρτουόζικο παίξιμο των μουσικών όσο και από την υπέροχη ερμηνεία του Alice Cooper: από ευαίσθητος και ρομαντικός ερμηνευτής μεταμορφώνεται ξαφνικά σε σχιζοφρενή δολοφόνο, γιατί είναι και τα δύο, γιατί μπορεί να είναι και τα δύο, και τα τρία και τα χίλια. Ένας performer με όλη τη σημασία της λέξης.

Θα μπορούσα να γράψω και για το Dead Babies από τον ίδιο δίσκο και για την εισαγωγή του που την έχουν ξεπατικώσει άπειρα new-wave post-punk συγκροτήματα (σαν να ακους Joy Division 10 χρόνια πριν τους Joy Division), αλλά ας μείνουμε εδώ, στο Halo of Flies, σε μια από τις δυνατότερες και αυθεντικότερες μουσικές στιγμές της δεκαετίας του '70. 

Τα 10 καλύτερα ΤΡΙΟ όλων των εποχών

...και δεν αναφερόμαστε σε σεξουαλικά τρίο πονηροί αναγνώστες, αλλά σε μουσικά τρίο. Όχι απλά σε τριμελή σχήματα, αλλά σε μπάντες που δεν θα μπορούσες να τις φανταστείς με επιπλέον μουσικούς γιατί πολύ απλά θα αλλοιώνονταν στην ουσία τους. Και πάμε γιατί η υπόθεση έχει πολύ ψωμάκι

10. Beck, Bogert & Appice

Αδύνατο να καταλάβει κανείς πως αυτός ο θηριώδης συνδυασμός απέτυχε να διαλύσει τα αμερικανικά charts της εποχής (ο ένας και μοναδικός δίσκος τους πήγε μέχρι το #12). Ίσως να τα κατάφερναν με τον δεύτερο αν ο (εκκεντρικός; αυτοκαταστροφικός;) Jeff Beck δεν τους είχε παρατήσει σύξυλους την ώρα που τον ηχογραφούσαν στο studio. Σε επίπεδο δεξιοτεχνίας απλά δεν πλησιάζονται: σαν jazz τρίο πεταμένο σε χοιροτροφείο. Προσέξτε πως απογειώνουν το Superstition του Stevie Wonder:




9. Raven

Από τα πιο δύσκολα και παρεξηγημένα γκρουπ του ένδοξου New Wave of British Heavy Metal, οι Raven τόλμησαν να συνδυάσουν τη δύναμη και την ταχύτητα των Motorhead με τη δεξιοτεχνία και την πολυπλοκότητα των Καναδών Rush. Το αποτέλεσμα ήταν να μην τους καταλάβει σχεδόν κανείς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ήταν μεγαλοφυείς και πρωτοπόροι: κιθάρες πριόνια, τσιρίδες υστερίας και ένας μανιακός ντράμερ συνθέτουν ένα τοπίο όπου αν επιλέξεις να εισέλθεις οφείλεις και να αφήσεις τα κόκαλά σου



8. Blue Cheer

Απλά ένα από τα 10 πιο επιδραστικά σχήματα στην ιστορία της μουσικής, θεμέλιος λίθος για τη ψυχεδέλεια και τον σκληρό ήχο γενικότερα. Ο Τζίμης ο Μόρρισον τους αποκάλεσε "τη μία, πιο δυνατή μπάντα που έχω δει." Αν και ορμώμενοι από το San Fransisco, η μουσική τους μάλλον δεν υπάκουε και τόσο στα πρότυπα ειρήνη/αγάπη της κοιλάδας: λες και σου επιτίθεται αγέλη από βίσωνες! Πενήντα χρόνια έχουν σχεδόν περάσει από την κυκλοφορία του Vincebus Eruptum, και δεν έχω πειστεί πως έχει υπάρξει ξανά άλλη τόσο πρωτόγονη, βρώμικη και σαρωτική μουσική.



7. Death

Τα έχουμε ξαναπεί για αυτούς εδώ - κλειδώστε τις κόρες σας στο υπόγειο. ΜΟ-ΝΑ-ΔΙ-ΚΟΙ



6. E.L.P

Ναι, και εγώ τους αντιπαθώ μερικές φορές, και εγώ τους βρίσκω βαρετούς και πομπώδεις. Δεν σημαίνει όμως αυτό πως δεν έχουν επηρεάσει όσο κανείς το prog-rock. Ούτε ότι ο πρώτος τους ομώνυμος δίσκος δεν είναι μνημείο του είδους. Ούτε ότι ο Keith Emerson δεν ήταν ο σπουδαιότερος πιανίστας/πληκτράς της rock μουσικής. Ούτε ότι ο Carl Palmer δεν ήταν ένας φανταστικός ντράμερ. Ούτε, ούτε...οι τύποι προσπάθησαν να παίξουν κλασική μουσική με 3 μουσικά όργανα. Respect.



5. The Police

Δεν γίνεται να λείπουν από τη λίστα μας. Η ενέργεια του punk, η ρέγκε και οι τζαζ ρυθμοί σε έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό που δεν βρήκε μιμητές ή ακόλουθους...πολύ απλά γιατί ήταν αμίμητος.




4. Budgie

Ότι και να πούμε για τους Ουαλούς Budgie είναι πολύ λίγο. Για μένα ίσως το πιο αδικημένο γκρουπ στην ιστορία του hard-rock, δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα μεγάλα ονόματα του είδους, τους Sabs, τους Zeps, τους Purple. Δυστυχώς εμπορικά δεν τα κατάφεραν, κυρίως λόγω έλλειψης image, δεν φόραγαν ανάποδους σταυρούς, δεν ήταν ομορφόπαιδα, δεν καίγανε κιθάρες. Βασικά δεν ήταν καραγκιόζηδες - δύσκολοι καιροί για πρίγκηπες. Και για αυθεντικούς ροκάδες με ευαισθησίες. Μένει η μουσική τους - για όποιον κουβαλάει λίγο μυαλό στο κεφάλι του να κάτσει να τους ψάξει



3. Rush

Το απόλυτο prog-rock τρίο, με 40 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως, χωρίς να ξεπουληθούν, χωρίς να συμβιβαστούν, 4 δεκαετίες τώρα. Μοναδικό παράδειγμα όπου το ταλέντο και η τιμιότητα ανταμείβονται κατά την αξία τους. Θα μπορούσαν να έχουν πάρει ένα κημπορντίστα να βοηθάει στα live, προτίμησαν να παίζουν το μπάσο ή τα πλήκτρα με πετάλια. Ένας για όλους και όλοι για έναν. Τεράστιοι. Μυθικοί.



2. The Cream

Το αρχετυπικό ροκ τρίο. Αν δεν ήταν αυτοί μπορεί να ακούγαμε ακόμη τσάμικα! Και - πέρα από το χαβαλέ - πότε ξανά βρέθηκαν 3 τόσο σπουδαίοι μουσικοί και προσωπικότητες μαζί;



1. Motorhead

Δεν μπορεί να είναι άλλοι στο ένα από τους Motorhead. O Lemmy, o Fast Eddie και ο Animal στα ντουζένια τους παίζανε σαν ένας άνθρωπος, σαν μια οντότητα. Αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας τους, ο ήχος τους είναι "κόμπακτ", ενιαίος, αδιαίρετος. Η πιο αλήτικη μπάντα στην ιστορία του rock'n'roll.



Περιμένουμε τις δικές σας προτάσεις στα σχόλια



King Khan live στο Κύτταρο




Υπάρχουν συναυλίες και υπάρχουν και...ανελέητα πάρτυ, τελετουργικές συναντήσεις, καλέσματα σε εξέγερση. Αυτό που έγινε στο Κύτταρο το Σάββατο 15 Μαρτίου σίγουρα δεν ανήκει στην πρώτη κατηγορία.

Δύσκολο να μεταφερθούν κάποιες εμπειρίες και ίσως και να μην θέλεις κιόλας, ίσως να προτιμάς να μείνει αυτό που συνέβη ένα κοινό μυστικό για εκείνους που το βίωσαν. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ στο μουσικό κομμάτι, σπουδαίοι οι Γάλλοι Wall of Death που άνοιξαν τη συναυλία με το ιδιόμορφο ψυχεδελοκράουτ που μας πρόσφεραν. Όσο για τη μουσική του King Khan και των υπόλοιπων 8 μελών των the Shrines είναι ότι πιο ξεσηκωτικό και διασκεδαστικό μπορεί να ακούσει κανείς σε συναυλία: ο χαμένος κρίκος που συνδέει τη funk-soul με το γκαράζ, το ροκ εν ρολ και το πανκ. Λογικό να χοροπηδάει όλο ανεξαιρέτως το club στους ρυθμούς της μουσικής. Λογικό όσο και πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα.

Θέλω να σταθώ στον ίδιο τον King Khan σαν παρουσία, σε αυτόν τον θεότρελο συνδυασμό από James Brown, Iggy Pop και Frank Zappa. Το σώμα του - αυτό το πλαδαρό, ημίγυμνο σώμα με την εξωφρενική και γελοία αμφίεση - αυτό το σώμα προσφέρεται στο κοινό σαν θυσία, ανήκει στο κοινό του, όπως και το αντίστροφο, το κοινό ανήκει σε αυτόν, ψυχή τε και σώματι, ακριβώς γιατί κάτι τέτοιες συναντήσεις μόνο ισότιμα και μόνο ολοκληρωτικά μπορούν να συντελεστούν. Δεν είναι τυχαία αυτή η μοναδική επαφή του King Khan με τον κόσμο. Είναι αποτέλεσμα της δικής του απόλυτης διαθεσιμότητας και παρουσίας. Για αυτό και ο κόσμος υπάκουε, οφείλει να υπακούει, να συμμετέχει, σιώπησε όταν ο King Khan του είπε να σιωπήσει, έκατσε κάτω όταν του είπε να κάτσει κάτω, διαλογίστηκε, χόρεψε, ούρλιαξε. Αυτός ο τύπος δεν παζαρεύει τη συμμετοχή του κόσμου: είτε συμμετέχεις είτε φεύγεις.

Και έτσι κάποια στιγμή ένιωσα πως το πάρτυ ξέφυγε από τα στενά όρια της διασκέδασης και πέρασε στη περιοχή της πνευματικής εμπειρίας. Αλλά αυτό θα μείνει ένα μυστικό για εκείνους που το βίωσαν...until the next time.



PS Fuck the Chrysi Avgi, for Killah P!

Ανασκολόπηση διαρκείας (και φέτος δεν τα βλέπω καλύτερα)


Δυο μήνες για να γίνει απολογισμός θα ήταν ίσως κακός χρόνος για ένα λογιστήριο σοβαρής εταιρείας, αλλά από ένα μπλογκ υπό διάλυση δεν μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερες απαιτήσεις... 


Όσοι δεν έχουμε (ακόμη) βουλιάξει έχουμε εξ ορισμού ένα τουλάχιστον τμήμα του κεφαλιού μας στην άμμο. Στρουθοκαμηλισμός, τακτικές επιβίωσης, μιθριδατισμός, all of the above – διαλέγετε και παίρνετε. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο και με αυτούς τους όρους μπορεί κανείς να μιλά σήμερα για μουσική με όσα συμβαίνουν εντός και εκτός.


Το 2013 άκουσα λιγότερη καινούρια μουσική από ποτέ κι έτσι δεν είμαι σε θέση να προσφέρω μια «λίστα» με στοιχειώδεις αξιώσεις πληρότητας ή επάρκειας. Γερνάμε με τις εμμονές μας, ασφαλώς. Από την άλλη βέβαια, είδα και άκουσα λίστες δεξιά και αριστερά και δεν πείσθηκα να αλλάξω γνώμη.


Όχι λιγότερα από επτά αριστουργήματα για την πρώτη πεντάδα:
Kurt Vile – Wakin On A Pretty Daze (πλησιάζει και το live)
Bill Callahan – Dream River (τα 'χουμε πει)
Flaming Lips – The Terror (και το Peace Sword EP από δίπλα)
Colleen – The Weighing of the Heart (Θεά, πάντα. Gamelan, viola da gamba και, επιτέλους, η φωνή της)
Deerhunter – Monomania (δεν ζητάμε πολλά - μερικούς τέτοιους δίσκους κάθε χρόνο και για μας)
Devendra Banhart – Mala (όταν φεύγει το άγχος...)
Yo La Tengo – Fade (30 χρόνια μετά, δεν χρειάζεται καν προσπάθεια)


Και μερικοί ακόμη δίσκοι που ακούγονται μια χαρά γενικώς:
Heliocentrics – 13 Degrees of Reality (τι μπάντα!)
Josephine Foster – I’m a Dreamer (σταθερή αξία και γι’ αυτό ίσως την αγνοούν)
Steve Gunn – Time Off και γενικώς
Sun City Girls – Eye Mohini
Volcano Choir - Repave
Black Angels – Indigo Meadow (είναι συγκρότημα για την πρώτη πεντάδα, αν ο δίσκος αυτός είχε βγει από άλλους πολλοί θα τον εκτιμούσαν περισσότερο)

My Bloody Valentine – mbv (Πολλές καλές επιστροφές το 2013 - House Of Love, Mazzy Star, κ.λπ. - αυτοί ξεχώρισαν.)
Arrington De Dionyso's Malaikat Dan Sanga - Open the Crown
Valerie June - Pushin' Against A Stone
Dirty Beaches - Drifter / Love Is The Devil
Jonathan Wilson - Fanfare
Esmerine - Dalmak


Δηλητήριο:
Parquet Courts: Έχουν πλάκα. Αλλά είναι τόσο αργά.
Deafheaven: Δεν έχουν πλάκα. Και είναι τόσο αργά. Ακούστε τους Have A Nice Life instead.
Arcade vision / Blog-o-fire: Ας το αφήσουμε καλύτερα.